Το Ρέθυμνο στις νοταριακές πράξεις του δημόσιου συμβολαιογράφου Ιωάννη/Zuane Longo (1487-1490)
Ο δημόσιος συμβολαιογράφος Zuane Longo[1] μετέφερε στις αρχές του 1487, άγνωστο για ποιο λόγο, την έδρα του από το Χάνδακα στο Ρέθυμνο, όπου εκείνη την περίοδο δρούσαν σχεδόν αποκλειστικά τοπικοί νοτάριοι, tabeliones.[2] Οι περίπου 1400 πράξεις και μία διαθήκη που έχουν συνταχθεί ως το 1490 όσο ο Longo υπηρετούσε στο Ρέθυμνο αποτελούν ποσοτικά πλούσιο υλικό για μια χρονική περίοδο όπου δεν αφθονούν οι γραπτές μαρτυρίες για την πόλη. Το σωζόμενο υλικό διαιρείται ως εξής:
πόλη | είδος | φύλλα. | χρον. |
---|---|---|---|
Χάνδακας | 15 διαθήκες | περγαμηνή, φφ. 1-8 | 30.11.1479-26.08.1480 |
22 πράξεις | χαρτί, φφ. 184r-210 | 01.07.1496 – 15.02.1512 | |
Ρέθυμνο | 1 διαθήκη | περγαμηνή, φ. 9 | 04.05.1487 |
194 πράξεις | περγαμηνή, φφ.1-14 (=16bis-29) | 03.04.1487 – 23.11.1487 | |
1200 πράξεις | χαρτί, φφ.2-184r | 12(?).11.1487 – 05.10.1490 |
Η πολη του Ρεθυμνου
Το Ρέθυμνο προς το τέλος του 15ου αι. αποτελούνταν από την παλιά πόλη με το Castel Vecchio,[3] την Εβραϊκή, που βρισκόταν μάλλον δυτικά του λιμανιού, αλλά μέσα στα παλιά τείχη,[4] τον Μπούργο,[5] και το Παλαιόκαστρο Ρεθύμνου, τη σημερινή Φορτέτζα. Πυκνοκατοικημένη η κυρίως πόλη, όπου οι ευγενείς και πολλοί άλλοι είχαν τα σπίτια τους, πυκνοκατοικημένη και η Εβραϊκή, όπου σε μικρή έκταση έμεναν μάλλον πάνω από εκατόν εβραϊκές οικογένειες.[6] Πιο αραιοκατοικημένος ο Μπούργος με τα εργαστήρια και τις αποθήκες, τα σπίτια κυρίως του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και με σχετικά μεγάλες εκτάσεις για αμπέλια[7] και ελαιώνες. Στο Παλαιόκαστρο αναφέρονται σπίτια, εργαστήρια και αποθήκες. Και παντού τόποι λατρείας, οι καθολικές εκκλησίες και τα μοναστήρια κυρίως στην παλιά πόλη, η συναγωγή στην Εβραϊκή και οι πολλές ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια ειδικά στον Μπούργο και στο Παλαιόκαστρο.[8]
Ο συμβολαιογραφος Ιωαννης/Zuane Longo
Στις πράξεις του Longo το Ρέθυμνο παρουσιάζεται σαν πόλη που ζει από την ευρύτερη αγροτική περιοχή: τα 2/3 των πράξεων αφορούν προπωλήσεις αγροτικών προϊόντων, εκμίσθωση, γονική εκχώρηση και πώληση αμπελιών και χωραφιών και χρεωστικά ομόλογα χωρικών σε ιδιώτες της πόλης, κυρίως ευγενείς και εβραίους:
Είδη των πράξεων | αρ. |
---|---|
Διακανονισμός εξόφλησης | 435 |
Εξοφλητική απόδειξη | 152 | Προπώληση αγροτικών προϊόντων | 145 |
Εκχώρηση/πώληση in gonico | 106 |
Πωλήσεις/εκμισθώσεις | 85 |
Ακόμα και ο σε σύγκριση με άλλα επαγγέλματα υπερβολικά μεγάλος αριθμός των βυρσοδεψών (18) και υποδηματοποιών (13) πρέπει να έχει άμεση σχέση με την κτηνοτροφία στά γύρω χωριά.
Σαν εισαγωγή στο υλικό που μας παρέχει ο Longo θέλω να παρουσιάσω μερικά επώνυμα πρόσωπα, χαρακτηριστικά για τις πέντε ομάδες που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ρεθύμνου: τον εβραίο Μοναχούλη de Mordachai, τον βενετο ευγενή Φραγκίσκο de Lege, τον κρητικό ευγενή Αντώνιο Sangonacio, τον κρητικό αξιωματούχο κυρ-Μανούσο Συρόπουλο και ως εκπρόσωπο του ‘φουσάτου του άμετρου’ των χωρικών τον παπα-Ιωάννη Λαρδέα από το χωριό Πηγή. Συνειδητοποιώ ότι αδικώ τις γυναίκες, που απαντούν και αυτές εκατοντάδες στο πρωτόκολλο. Τις περισσότερες φορές το μόνο σήμα της ύπαρξής τους είναι μια απλή μνεία ως χήρα ή σύζυγος κάποιου από τα συμβαλλόμενα μέρη. Περισσότερες από δύο φορές σπάνια απαντούν γυναίκες ως συμβαλλόμενες. Συνήθως είναι χήρες βενετών ευγενών[9] ή εβραίες που συνεχίζουν τη δουλειά του εκλίποντος συζύγου τους.[10]
Πεντε προσωπα.
1. Ο χωρικος
Περίπου 900 φορές ένας χωρικός είναι ένα από το τουλάχιστον δύο συμβαλλόμενα μέρη μιας πράξης. Διάλεξα τον παπα-Ιωάννη Λαρδέα[11] γιο του παπα-Μιχαήλ γιατί το χωριό του η Πηγή αναφέρεται σε περισσότερες από 65 πράξεις, πιο συχνα απ’ όλα τα άλλα χωριά. Δεν είναι μόνο παπάς, όπως ο πατέρας και ο αδερφός του Εμμανουήλ (αρ. 819). Ενώ άλλοι Πηγιανοί (μέλη των οικογενειών Λαρδέα, Βλαστού, Βαρούχα και Κυριακόπουλου) πουλούν και προπωλούν και τα άλλα προϊόντα του χωριού, το κρασί και το σιτάρι, αυτός εμπορεύεται αποκλειστικά το βαμβάκι, που στην περιοχή του Ρεθύμνου καλλιεργούνταν μόνο στην Πηγή και στο κοντινό Ίσπιτα. Το βαμβάκι, όπως και το λινάρι και το μετάξι, ήταν περιζήτητο ως πρώτη ύλη και εμπορεύονταν ειδικά από εβραίους εμπόρους, μάλλον για την τοπική βιοτεχνία.[12] Σχεδόν όλα τα έτοιμα υφάσματα ήταν ακριβά και εισάγονταν από τη Βενετία.
2. Ο εβραιος
Ο πιο συχνός πελάτης του Longo είναι ο εβραίος Μωυσής de Sabatheo,[13] μέλος της εβραϊκης κοινότητας του Ρεθύμνου, της οποίας ο Longo αναφέρει ± 50 διαφορετικές οικογένειες, μερικές από αυτές με περισσότερους κλάδους.[14] Περισσότερες από 500 φορές ένας εβραίος μαρτυρείται ως ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Όπως και ο δεύτερος εβραίος, ο Αχαρών/Hacharon de Solomo με την χήρα του την Καλή,[15] και ο τρίτος o Μιχαήλ Μεσσαρίτης,[16] ο de Sabatheo ζούσε από το εμπόριο δερμάτων με χωρικούς, συνήθως με σχετικά ευνοϊκούς όρους για τους αγοραστές: πληρωμή του όχι και πολύ υψηλού ποσού μετά τον επόμενο τρύγο/συγκομιδή, που σημαίνει καμιά φορά και ύστερα από 10 μήνες. Λίγες φορές πληρώνονταν σε είδος (κρασί, σιτάρι, λάδι).
Διαφορετικού αναστήματος είναι ο Monachuli de Mordachai, γιος του Mordachai de Havracha, από την οικογένεια Rebuli. Και αυτός εμπορευόταν μεν το δέρμα, το πουλούσε καμιά φορά και με λιγότερο ευνοϊκούς όρους: ζητούσε ενέχυρο (αρ. 344, 819), κατέφευγε μερικές φορές και σε προσωποκράτηση (αρ. 127, 555) για σχετικά μικρά ποσά. Αυτός ανοίχτηκε και σε άλλους χώρους: δάνειζε μεγάλα ποσά (αρ. Ρ77), δραστηριοποιούνταν και στην Κωνσταντινούπολη (αρ. 499) και προμηθευόταν μεγαλύτερη ποικιλία και πολύ μεγαλύτερες ποσότητες αγροτικών προϊόντων: σιτηρά (αρ. Ρ92, 651, 713, 731 κ.ά.), βαμβάκι (819), μετάξι (αρ. 1042), λινάρι (αρ. 506, 584, 770 κ.ά.), μούστο (αρ. 596) και λάδι (αρ. 599, 807, 816), που σαφώς προορίζονταν για το εμπόριο και όχι για προσωπική χρήση. Στα σταφύλια είχε μονοπώλιακή θέση (αρ. 627, 663, 713, 723 κ.ά.). Δεν υπάρχει άλλος που να αγόραζε σταφύλια. Προορίζονταν άραγε για να φτιάχνει ο ίδιος κασέρ εβραϊκό κρασί[17] ή κανονικά για επιτραπέζια σταφύλια ή σταφίδες;
3. Ο βενετος ευγενης
Από τους βενετούς ευγενείς[[18] oι Μπαρότσοι, οι Καλλέργηδες, οι Κορνάριοι, οι Μανολέσσοι και οι Βενιέροι είναι οι μεγαλύτερες από τις 27 οικογένειες του Ρεθύμνου που είχαν τη βενετική ευγένεια.[19] ±320 φορές βενετοί ευγενείς απαντούν στις πράξεις του Longo ως συμβαλλόμενοι. Ο καλύτερος πελάτης βενετικής ευγένειας του Longo είναι ο μόνος εκπρόσωπος της οικογένειας de Lege, o magnificus dominus Ιωάννης,[20] γιος του ποτέ βενετού ευγενή magnificus dominus Franciscus. Ο Ιωάννης de Lege δηλώνει βέβαια κάτοικος Ρεθύμνου, αλλά στις πολλές δεκάδες έγγραφα δε σώζεται κανένα που να σχετίζεται με τη διαχείριση των φεούδων του. Δεν είχε καν ένα αμπέλι δικό του. Ο de Lege πρέπει να ήταν ευγενής Βενετός που εγκαταστάθηκε για εμπορικούς λόγους στο Ρέθυμνο.[21]
Ο Ιωάννης ήταν ο μεγαλύτερος χοντρέμπρος τυριού. Αγόραζε από τους ίδιους τους βοσκούς, συχνά από τα μέρη των Χανιών,[22] και πουλούσε μεγάλες ποσότητες τυριού τόσο στην ντόπια αγορά[23] όσο μάλλον και στο εξωτερικό. Σε αντίθεση με τους λίγους άλλους που εμπορεύονταν τυριά,[24] ο Ιωάννης από μια ορισμένη στιγμή και μετά ζητούσε όχι μόνο πως το τυρί πρέπει να είναι ‘καλό και εμπορεύσιμο’ (bonum et mercanciabile), αλλά όριζε και το ελάχιστο βάρος της κάθε πλάκας (συνήθως τουλάχιστον 15 ή 20 λίβρες[25]). Τις περισσότερες φορές αξίωνε να παραδοθούν ως και τον Απρίλιο στην αποθήκη του. Η χονδρική τιμή του τυριού ήταν 1 λίβρα = 2 σολδίνια.
Οι ποσότητες σταριού που αγόραζε ήταν μικρές και προορίζονταν μάλλον για προσωπική του χρήση (αρ. Ρ183 και 156). Το κρασί το προμηθευόταν όχι ως μούστο, αλλά έτοιμο σε καλά βαρέλια και καλής ποιότητας (quatuor saporum) και θα προοριζόταν για το εμπόριο (αρ. 284 και 550).
Σχεδόν μονοπωλιακή θέση είχε ο Ιωάννης στην εισαγωγή σιδήρου (αρ. Ρ133, Ρ153, 558 κ.ά.). Οι δύο άλλοι που στην αρχή εισήγαν σίδερο από την Κωνσταντινούπολη, με πολύ χαμηλότερη τιμή,[26] και από τη Βενετία, εγκατέλειψαν αυτή την αγορά και στράφηκαν σε άλλους τομεις. Εκτός απο το σίδερο ο de Lege έκανε εισαγωγή υφάσματα (δυο τριών ποιοτήτων)[27] και πολύτιμα μέταλλα, ασήμι (αρ. Ρ146) και χρυσόφυλλα για τον ζωγράφο Πέτρο Τριαντάφυλλο (αρ. 1084).
4. Ο κρητικος ευγενης
Ανάμεσα στις 38 οικογένειες κρητικής ευγένειας[28] μεγαλύτερη είναι η οικία Sangonacio (πριν από τους Zane, Dandulo, Lambardo και Surian). Έξι κλάδοι της απαντούν στις πράξεις αυτών των χρόνων. Σχετικά καλά ενημερωμένοι είμαστε για τα παιδιά του ποτε Νικολάου: αυτός είχε με τη γυναίκα του την Elisabeth de Priolis τέσσερις γιους, τον Αντώνιο, τον Βαρθολομαίο, τον Φραγκίσκο και τον Ιλαρίωνα και μία κόρη την Justiniana, που είχε παντρευτεί τον βενετό ευγενή Benedictus Semitecolo.[29]
<p>Ο Αντώνιος είχε τις κανονικές ασχολίες ενός φεουδάρχη/κτηματία στην Κρήτη: διαχειριζόταν την ακίνητη περιουσία του στο Ρέθυμνο και τα Χανιά: εκχωρούσε σε γονικάρη κτήματα (αρ. 311, 781), με τους γνωστούς όρους ο γονικάρης να του αποδίδει κάθε χρόνο το έν τρίτο της σοδειάς μαζί με το 'καλαθιάτικο', εκχώρησε σε κάποιον αγροκτήματά του με τον όρο να το μετατρέψει σε αμπέλι (αρ. 556), πράγμα που συνέβαινε σε αρκετά μεγάλη κλίμακα,<a>[30]</a> αγόραζε αμπέλια και άλλα ακίνητα (αρ. 697, 801). Ο μούστος και τα κρασιά μεταφέρονταν στο Ρέθυμο στη μεγάλη αποθήκη του που απέκτησε στον Μπούργο (αρ. 973), στη <i>Sablonaria</i> στη Μεγάλη Ρούγα,<a>[31]</a> δίπλα σε μια άλλη δική του και την αποθήκη του ξαδέλφου του Βαρθολομαίου (του ποτέ Παύλου).</p>
Ο ίδιος ορίστηκε είτε μόνος του είτε μαζί με άλλους διαιτητής για να επιλύσει διαφορές στις οικογένειες Signolo (αρ. 754) και Γιαλινά (αρ. 1180).
Ο Αντώνιος και ο αδερφός του Φραγκίσκος ήταν συνέταιροι σε μια αδελφική εταιρία εμπορίου κρασιού και άλλων αγροτικών προϊόντων. Ο Φραγκίσκος είχε εδώ και χρόνια εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αντώνιος του έστελνε κατά παραγγελία του μ.ά. κρασιά, χριστιανικά και εβραϊκά, και τυριά (βλ. αρ. 496, 500 και 501.[32] Πρόκειται για μεγάλο εμπόριο όπου κυκλοφορούσαν αξιόλογα ποσά. Μια ιδέα της έκτασής του δίνει η εκτενέστατη απόφαση των διαιτητών (αρ. 1132, που καλύπτει τα φφ. 161r-167v) όπου λεπτομερειακά εκθέτουν τα χρέη του ενός προς τον άλλον. Στα χρόνια 1488-1490 τα χρέη του Φραγκίσκου στον αδελφό του Αντώνιο είχαν ανεβεί σε σχεδόν 4.350 χρυσά δουκάτα.
Σε μια πολύπλοκη υπόθεση όπου τέσσερις αρχοντικές οικογένειες, οι Γιαλινάδες, Βαρουχάδες, Sangonacio και Dandulo αλληλοκατηγορούνταν πως καταπατήθηκαν κτήματά τους (αρ. 225 και 233), ο βενετός ευγενής Νικ. Avonal[33] δέχτηκε να υποστηρίξει ως δικηγόρος τα συμφέροντα του Αντωνίου Sangonacio με τον σύγχρονο αμερικάνικο θα έλεγε κανείς τρόπο του ‘nu cure, no pay’. Η αμοιβή είναι πλούσια: 4 δουκάτα. Αφού ο Avonal είχε αναλάβει και για τους αδελφούς Γιαλινά την ίδια υπόθεση (αρ. 225), η αμοιβή του φαίνεται εξασφαλισμένη.
5. Ο αστος/cittadino
Από τους ντόπιους μη ευγενείς κρητικούς θα μπορούσα να είχα επιλέξει τον πρωτοπαπά Χάνδακος Ιωάννη Λίμα, για τον οποίο σώζεται αρκετό υλικό στο πρωτόκολλο του Longo, ειδικά σχετικά με τις διαφορές με τον γαμπρό του Φραγκίσκο de Portu, doctorem artium.[34] Προτίμησα όμως να πάρω έναν κρητικό που σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της βενετικής διοίκησης στην Κρήτη, τον Μανούσο Συρόπουλο. Ήταν γιος του ποτέ μαστρο-Λέοντα (αρ. P89) και της Γεωργίνας, σε δεύτερο γάμο παντρεμένης με τον Λέοντα Καλλέργη (αρ. 1109). Είχε έναν αδερφό εγκατεστημένο στη Βενετία. Είναι δυνατό και ο ίδιος ο Μανούσος να έκανε ένα διάστημα στη Βενετία. Για την ηλικία του και το πότε πήγε στη Βενετία και πότε γύρισε στο Ρέθυμνο δεν έχουμε πληροφορίες. Πάντως τον Απρίλιο του 1487 όταν ο Μανούσος απαντά για πρώτη φορά στις πράξεις του Longo (αρ. Ρ5) πρέπει να ήταν ήδη παντρεμένος και να είχε τουλάχιστον έναν γιο.[35] Έμενε στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου.
Στις πρώτες πράξεις υπηρετούσε κιόλας ως γραμματέας του δικαστηρίου στη βενετική διοίκηση του Ρεθύμνου. Από το τέλος του 1487 του ονόματός του προηγείται πάντα το διακριτικό ‘providus vir‘, τίτλος που δίνεται σχεδόν αποκλειστικά σε βενετους ή αυτοκρατορικούς νοταρίους, σε δικηγόρους και ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους.[36] Το 1489 είχε προβιβαστεί σε ‘cancellarius Camere Rethimi‘ (αρ. 907).
Παράλληλα με την υπαλληλική του ιδιότητα δρούσε ως τοπικός εμπορικός εκπρόσωπος (fauctor/commissus/procurator) δύο αδελφικών εταιριών των βενετών ευγενών Nic. Pesaro (αρ. Ρ67, Ρ89, Ρ148 κ.ά.) και Alex. Simitecolo (αρ. 25, 161, 207 κ.ά.). Μεσολαβούσε στην πώληση του εμπορεύματος που εισήγαγαν στο Ρέθυμνο (κυρίως υφάσματα) και στην προαγορά μούστου και αγορά κρασιού για εξαγωγή. Γι’ αυτό το σκοπό διατηρούσε αποθήκη στο Ρέθυμνο.
Ο ίδιος για προσωπική του χρήση αγόρασε in gonico ένα σώχωρο με ελιές στον Μπούργο (αρ. 163), αγόρασε λινάρι (αρ. 626) και κρασί (που να μεταφερθεί στο σπίτι του και όχι στην αποθήκη, αρ. 626, 810), επένδυε 10 δουκάτα με δικό του ρίσκο σε μια εμπορική αποστολή για αγορά σιταριού σε ξένα μέρη (αρ. 1096). Ως υπάλληλος τελικά της διοίκησης του Ρεθύμνου υπέγραφε συχνά ως μάρτυρας σε πράξεις του Longo (από τον αρ. Ρ168 ως μια από τις τελευταίες πράξεις αρ. 1193), ακριβώς όπως π.χ. ο πιο συχνός μάρτυρας ser Hemanuel Catarin, scriba Curie/judicum proprii (αρ. 40, 121), ο ser Pascalis Fascomilo (δημόσιος νοτάριος, αρ. 1132) και ο ser Franciscus Lambardo scriba curie (maioris) (αρ. Ρ52 κ.ά).[36]
Στην τελευταία πράξη του όπου είναι συμβαλλόμενο μέρος (αρ. 1109), η μητέρα του η Γεωργίνα τού πούλησε ένα σπίτι στον Μπούργο απέναντι σ’ αυτό όπου έμενε η ίδια με τον άντρα της, για να ξεχρεώσει τα 24 δουκάτα που ο Μανούσος είχε δώσει στον αδερφό του Ζαχαρία στη Βενετία. Αν επιτρέπεται να υποθέσουμε πως ο Ζαχαρίας ήταν ο ετεροθαλής του αδελφός από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του και λεγόταν επομένως Ζαχαρίας Καλλέργης, θα έχουμε ίσως την πρωτη πληροφορία για τη ζωή του μεγάλου τέκνου του Ρεθύμνου, του Ζαχαρία Καλλέργη.[37]
Το λιμανι του Ρεθυμνου
Τα βιογραφικά στοιχεία που μας παρέχει ο Ιωάννης Longo για αυτά τα τέσσερα πρόσωπα-κατοίκους του Ρεθύμνου μαρτυρούν για τη μεγάλη εμπορική δραστηριότητά στην πόλη και το λιμάνι. Προϋπόθεση για να ανταποκρινεται στις εισαγωγικές και εξαγωγικές ανάγκες των εμπόρων είναι η κανονική λειτουργία του λιμανιού και η προσιτότητά του και για τα μεγάλα βενετικά πλοία. Στην πραγματικότητα το λιμάνι του Ρεθύμνου έπασχε από το χρόνιο πρόβλημα των προσαμμώσεων. Από το 1300 είναι γνωστές οι αποφάσεις του Μεγάλου Συμβουλίου της Βενετίας που δίνουν εντολή στις τοπικές αρχές να κάνουν τα απαραίτητα έργα στο λιμάνι.[38]
Στις 6 Νοεμβρίου 1488 η βενετική διοίκηση του Ρεθύμνου συμφώνησε με τον μηχανικό Βενέδικτος Barbota του ποτέ Ιακώβου να αναλάβει αυτός να ‘τελειοποιήσει’ το λιμάνι προσθέτοντας σύμφωνα με τα σχέδιά του έναν μόλο από τα ανατολικά και αποξηραίνοντας τη θάλασσα με έναν μόλο στα βόρεια από τον Πύργο του Σαλούστρου ως την είσοδο του λιμανιού. Ταυτόχρονα θα εκβάθυνε το λιμάνι γύρω γύρω ως 12 ‘passus pedum‘[39]. Σκοπός ήταν να χωρούν πλέον και τα μεγάλα εμπορικά πλοία και να μη χρειάζονταν πια τα εμπορεύματα να μεταφορτωθούν στη Σούδα ή το Χάνδακα.[40] Μετά τα Χριστούγεννα του 1488 θα άρχιζαν οι εργασίες που θα κρατούσαν δύο χρόνια.
Οι διάφορες προτάσεις που έγιναν τον 16ο και 17ο αι. για τη λύση του προβλήματος του λιμανιού του Ρεθύμνου αποδεικνύουν πως ούτε το σχέδιο του Barbota έδωσε την οριστική απάντηση σ’ αυτό το χρόνιο πρόβλημα.[41]
Σημειώσεις
[1] Στο Archivio di Stato di Venezia, στη σειρά των Notai di Candia, σώζονται στον φάκελο 131, στον αρ. 1 οι διαθήκες και στον αρ.2 οι πράξεις του. Το πρώτο φύλλο των διαθηκών και μέρος των πράξεων των γραμμένων σε περγαμηνή έχουν φθαρεί σε τέτοιο βαθμό που σε αρκετά σημεία είναι δυσανάγνωστα. Και τα χαρτώα έχουν υποστεί φθορές, αλλά σε λιγότερο βαθμό και σε μικρότερη έκταση. Δίνω στο πρώτο παράρτημα τα σημαντικότερα ποσοτικά στοιχεία. Παραπέμπω στην έκδοση που θα βγεί στη σειρά ‘Βενετικές Πηγές της κρητικής ιστορίας’ (διευθυντής Γιάννης Κ. Μαυρομάτης), που εκδίδεται από τη Βικελαία Δημόσια Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.
[2] Τοπικοί συμβολαιογράφοι Ρεθύμνου που μνημονεύονται στο πρωτόκολλο του Zuane Longo και δρούσαν στο Ρέθυμνο και πριν εγκατασταθεί εκεί:
όνομα | tabelio | χρον. |
---|---|---|
Gavala, ser Michael | tabelio | 1473-1490 |
Sguropulo, Hemanuel | tabelio grecus | 1483-1488 |
Vassalo, ser Georgius | tabelio | 1468-1489. |
Vlasto, ser Johannes | tabelio | 1466-1488 |
Ο μόνος κάτοικος Ρεθύμνου που μαρτυρείται πριν από την άφιξή του Longo ως δημόσιος νοτάριος (το 1472, αρ. Ρ69.5) είναι ο το 1487 πια ηλικιωμένος ευγενής κρητικός Pantaleon de Picatoribus, που πέθανε κατά τη διάρκεια της θητείας του Longo (βλ. αρ. 1093). O καγκελάριος Ρεθύμνου ser Alvisius de Ciroldis είχε βέβαια το δικαίωμα να λειτουργήσει ως δημόσιος συμβολαιογράφος. όπως και έκανε (αρ. 72.4-5, 387.7, 665.4-5, 965.7-8). Δεν ήταν επιθυμητό όμως ο επικεφαλής της βενετικής γραμματείας του Ρεθύμνου να ήταν και ο μόνος επίσημος συμβολαιογράφος στο Ρέθυμνο. Κατά την αναχώρηση του Longo ένας από τους διαδόχους του ήταν ένας από τους γραμματείς του δικαστηρίου, συχνός μάρτυρας στις πράξεις του και μάλλον μαθητευόμενος συμβολαιογράφος κυρ-Πασχάλης Φασκόμηλος (αρ. 1132.44-45):
όνομα | notarius | χρον. |
---|---|---|
Delphino/Dulphin, ser Johannes | publicus notarius | 1489 |
Fascomilo, ser Pascali(u)s | publicus notarius | 05.02.1490 |
[3] Ο Longo με αρκετά μεγάλη συνέπεια διακρίνει τους κατοίκους Ρεθύμνου απ’ αυτούς του Μπούργου Ρεθύμνου. Για να κάνει τέτοιες διακρίσεις σημαίνει πως μάλλον ήταν ακόμα ορατά τα σύνορα του παλιού κέντρου. Από την ανατολική πλευρά ακόμα και σε χάρτες του 17ου αι. η σημερινή οδός Εθνικής Αντιστάσεως διακρίνεται ως πιο πιθανό σύνορο. Από την δυτική πλευρά το Μακρύ Στενό/η Νικηφόρου Φωκά δεν αποκλείεται να ήταν η άκρη της παλιάς πόλης. Το περιτείχισμα όπως φαίνεται για πρώτη φορά στον χάρτη του Magagnatto (1559) πρέπει να υπήρχε ήδη με κάποια μορφή στα χρόνια του Longo. Σε μια πράξη αναφέρει ήδη και την μικρή πορτούλα (porta parvula, αρ. 965.5) που υπήρχε στα ανατολικά. Για τους χάρτες του Ρεθύμνου του 16ου και 17ου αιώνα, βλ. Ιω. Θ. Στεριώτου, Οι βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου (1540-1646). Συμβολή στη φρουριακή αρχιτεκτονική του 16ου και 17ου αιώνα Ι-ΙΙ, Αθήνα 1992, ιδ. τόμ. ΙΙ.
[4] Βλ. Στεριώτου 1992, ιδ. σσ. 223, 328. Ο Zvi Ankori στην ανακοίνωση-ξενάγησή του στο 2ο Κρητολογικό Συνέδριο ομολόγησε πως δεν κατόρθωσε να βρει ίχνη της στη σημερινή πόλη («Jews and the Jewish Community in the History of Medieval Crete», Πεπραγμένα του Β΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 1966), τόμος 3 (Αθήνα 1968), ιδ. 321-23.
[5] Προτίμησα αυτό τον πιο αόριστο λατινικό όρο από το αντίστοιχο ‘Ξώπορτο’ που συνηθίζεται για τον Μπούργο του Χάνδακα. Ο Μπούργος του Ρεθύμνου περιλάμβανε τον χώρο δυτικά, νότια και ανατολικά από την παλιά πόλη. Τα δυτικά και ανατολικά μέρη έχουν ενσωματωθεί στα καινούρια τείχη του 16ου αι., προς το νότο ο Μπούργος επεκτεινόταν πολύ πιο πέρα από το καινούριο οχυρωματικό σύστημα.
[6] Ο Longo αναφέρει ± 50 διαφορετικές εβραϊκές οικογένειες, αρκετές από τις οποίες αποτελούνται από δύο ή περισσότερους κλάδους. Επειδή όσες αναφέρονται έχουν κάποια σχέση με το εμπόριο, υποθέτω πως πρέπει να υπήρχαν ακόμα δεκάδες άλλοι, τεχνίτες και εργάτες με τις οικογένειές τους. Βυρσοδέψες εβραίοι π.χ. δεν απαντούν στις πράξεις του Longo, ενώ το δέρμα σύμφωνα με τις πράξεις του ήταν το κυριότερο εμπόρευμα των εβραίων κατοίκων της πόλης (βλ. και παρακάτω). Το μόνο επάγγελμα Εβραίων που αναφέρεται είναι αυτό του βαφέα (tinctor): οι Sabbati de Negroponte (αρ. 279), Λάζαρος de Salonicheo (αρ. 775), Meir Peroci (αρ. 1048) και οι Μωυσής και Ιακώβ γιοι του Solomon Rebuli (αρ. 1066) ασκούσαν το επάγγελμα αυτό.
[7] Βλ. π.χ. αρ. Ρ178.1-6, όπου ο Ιωάννης Zane πουλάει στον κρητικό ευγενή Ανδρέα Γρίτη κάτοικο Ρεθύμνου το αμπέλι του με σπίτια και κήπο που βρίσκεται στο Μεγάλο Πηγάδι στον Μπούργο και συνορεύει δυτικά με δρόμο άλλων αμπελιών, νότια επίσης με δρόμο αμπελιών.
[8] Βλ. Παράρτημα, αρ. 2.
[9] Π.χ. η Magdalucia, σύζυγος/χήρα του βενετού ευγενή Μαρίνου Barocio (αρ. 48.8, 234.8, 813, 814.9 κ.ε., 1119.4, 1125), η Φραγκούλα, χήρα του βενετού ευγενή Ιωάννη Cornario (αρ. 44, 52, 53, 55, 103, 107, 310), η Jacobina, χήρα του κρητικού ευγενή Πέτρου Lambardo (αρ. 568.10, 832, 833, 837) και η Έλενα, χήρα του βενετού ευγενή Πέτρου Zancarolo (αρ. 163, 164, 191, 208, 276).
[10] Π.χ. η Αρχοντού, χήρα του Λαζάρου de Davit (αρ. P163, P164, 57, 213, 227, 267, 268, 270, 272, 388, 410, 543, 874, 1170), η Καλή, χήρα του Azaria de Michael (αρ. P131, P136, 173, 461, 462, 504, 592, 601, 642, 652, 653) και η Καλή, χήρα του Αχαρών de Solomo (αρ. 564.6, 565, 566, 741, 808, 909, 910, 945, 994, 1007, 1120, 1121).
[11] Η οικογένεια Λαρδέα είναι καθαρά πηγιανή. Μέλη της αντιπροσωπεύουν πάνω από 50% των συμβαλλόμενων μερών που αναφέρονται ως κάτοιοκοι του χωριού Πηγή.
[12] Ο παπα-Ιωάννης είχε συναλλαγές με τέσσερις διαφορετικούς εβραίους εμπόρους: τον Μωυσή de Sabatheo (αρ. 160, 914), Mordachai quondam Havrache (αρ. 222), Havracha de Michael (αρ. 633, 916) και Λάζαρο de Havracha (αρ. 739).
[13] Στα τέσσερα χρόνια είναι συμβαλλόμενος σε 66 πράξεις, από τις 13 Ιουλίου 1487 ως τις 24 Ιουνίου 1490.
[14] Της οικογένειας de Davit, όπως και της Μεσσαρίτη απαντούν τρεις κλάδοι, της de Michael τέσσερις κλάδοι, της Rebuli πέντε και της de Sabatheo δύο.
[15] Οι δυο μαζί συνέταξαν 37 πράξεις, αυτός 26 από τις 28 Απριλίου 1487 ως τις 8 Ιουλίου 1488, και η χήρα του 11 από τις 8 Οκτωβρίου 1488 ως τις 31 Δεκεμβρίου 1489.
[16] 36 πράξεις από την 1η Μαΐου 1487 ως τις 26 Μαρτίου 1490. Ο Μεσσαρίτης είναι από τις σχετικά λίγες περιπτώσεις εβραίων που έχουν κρητικό επίθετο. Οι περισσότεροι έχουν παραδοσιακά το όνομα του πατέρα τους ή τον τόπο καταγωγής τους ως διακριτικό : π.χ. de Misithra, de Modon(o), de Monacho, de Navara, de Negroponte, Pugliensis, Todesco.
[17] Η δέσμευση να προμηθεύει κανείς στον (προ)αγοραστή κασέρ κρασί δεν είναι ασυνήθιστός όρος στις πράξεις του Longo. Και ο πατέρας του Μοναχούλη, ο Mordachai de Havracha, προαγοράζει εβραϊκό κρασί από έναν μη εβραίο κάτοικο του Μπούργου του Ρεθύμνου (αρ. 1133). Σε ένα πλοίο που κατευθυνόταν προς την Κωνσταντινούπολη πειρατές κατέσχεσαν δύο βαρέλια κρασί και ορισμένα τυριά, επειδή ήταν εβραϊκά (αρ. 500.22-23). Για τα κασέρ τυριά και κρασιά, βλ. Ankori 1968, 359. Για τους πολύ αυστηρότερους κανόνες που ίσχυαν για την παραγωγή κασέρ κρασιού, βλ. Benjamin Arbel, «The ‘Jewish wine’ of Crete», in: Ηλ. Αναγνωστάκης (επιμ.), ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΟΣ ΟΙΝΟΣ – ΜΟΝΟΒΑΣ(Ι)Α – MALVASIA. Οίνον ιστορώ V, Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 17, σσ. 81-88.
[18] Για να δηλώνει τους ευγενείς ο Longo χρησιμοποιεί τρεις συντομογραφίες: n.c. (= nobilis cretensis), v.n. (= vir nobilis) και n.v. Την τελευταία την ανέλυσα σε αντιπαράθεση με το n.c. ως nobilis venetus.
[19] Ο Trivan (βλ. Μ.Ι. Μανούσακας, «Η παρά Trivan απογραφή της Κρήτης (1644) και ο δήθεν κατάλογος των Κρητικών οίκων Κερκύρας», Κρητικά Χρονικά 3 (1949), 35-59) στον κατάλογο των βενετών ευγενών του Ρεθύμνου αναφέρει μόνο 18 οικογένειες. Μόνο εφτά από τις 27 οικογένειες των πράξεων του Longo έχουν διατηρήσει τη βενετική ευγένεια ως το τέλος της περιόδου της Βενετοκρατίας.
[20] To διακριτικό magnificus επιφυλάσσεται αποκλειστικά για ανώτερα όργανα της βενετικής διοίκησης και τους αξιωματούχους τους και καμιά φορά αποτελεί απλώς ένδειξη του σεβασμού που θρέφει ο συμβολαιογράφος προς το πρόσωπο ή την καταγωγή κάποιου ως κατοίκου Βενετίας.
[21] Για την οικογένειά του δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε. Είχε μιά κόρη παντρεμένη στη Βενετία με τον βενετό ευγενή Χριστόφορο Mauro. Από το καλοκαίρι του 1489 λαμβάνει μέτρα στον Χάνδακα και στη Βενετία ως ένας από τους διαχειριστές της περιουσίας του και τους κηδεμόνες των ανήλικων παιδιών του (αρ. 1052, 1144). Και μια άλλη κόρη είχε παντρευτεί βενετό ευγενή, τον Στέφανο Valerio, και έμενε στη Βενετία (αρ. 1144).
[22] Από το χωριό Curuna/Κουρνά: αρ. 167, 218, 219, 220, 271, 290, 553. Στις τελευταίες τρεις πράξεις μια βοσκοπούλα, η Καλή Κορνιακτούδαινα, γυναίκα του Ιωάννη Corniacto, πουλάει στον de Lege τα τυριά της.
[23] Βλ. αρ. 418, απόδειξη παράδοσης 6.000 λιβρών τυριού στον κρητικό ευγενή Αντώνιο Surian.
[24] Μ.ά. μέλη της οικογένειας Sangonacio παραχωρούσαν πρόβατα σε χωρικούς και πληρώνονταν σε τυρί ή/και ‘ricotto’ (αρ. 235, 239).
[25] Το βάρος της πλάκας κυμαίνόταν από 12 (αρ.186, 313) μέχρι 20 λίβρες (αρ. 218, 219, 220, 271, 290). Η libra grossa του Ρεθύμνου αντιστοιχούσε σε λίγο παραπάνω από 400 γραμμάρια (E. Schilbach, Byzantinische Metrologie, München 1970, 213-14) και διέφερε σημαντικά από τις πολύ πιο βαριές ‘λίβρες’ του Χάνδακα (± 530 γρ.) και Χανιών (± 600 γρ.).
[26] Ο κρητικός ευγενής Γέωργιος de Corogna πούλησε στον σιδερά Γεώργιο Καλλέργη 523 λίβρες σιδήρου προς 19 δουκάτα τις 1.000 λίβρες (αρ. Ρ114). Ο άλλος, ο διοικητής του μισθοφορικού στρατού του Ρεθύμνου (comestabilis), Φραγκίσκος de Brixia (αρ. 538), δραστήριος ειδικά στην προαγορά μούστου, ζητούσε όπως ο Ιωάννης de Lege για το σίδερο Βενετίας 27 δουκάτα τις χίλιες λίβρες.
[27] αρ. Ρ141, Ρ146, 512, 551 κ.ά. Τα τρία συνηθέστερα είδη υφάσματος ήταν οι panni cupi (stameti) trilicis (μέση τιμή 9 υπέρπυρα), panni a la piana (± 13,5 υπέρπυρα) και panni cupi octuaginta (± 14 υπέρπυρα).
[28] Για το θεσμό αυτό, ειδικά κατά τον 16ο και 17ο αι. βλ. Ασπασία Παπαδάκη, «Η κρητική ευγένεια στην κοινωνία της βενετοκρατούμενης Κρήτης», στο: Χρύσα Μαλτέζου (επιμ.), Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής (Διεθνές Συμπόσιο), Βενετία 1998, 305-18, όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία. Τα στοιχεία που αφορούν κρητικούς ευγενείς του Ρεθύμνου στα τέλη του 15ου είναι τόσο λίγα που αυτά που προσφέρει ο Longo είναι σημαντικότατα. Στην απογραφή του Trivan του 1644 αναφέρονται 47 οικογένειες. Από αυτά, τα τελευταία δέκα δε δίνονται με την αλφαβητική σειρά και θα είναι μάλλον σχετικά πρόσφατες καταχωρίσεις. Μόνο 13 από τις 38 οικογένειες του Longo ανήκουν ακόμα στους κρητικούς ευγενείς του Trivan, και όλες αναγράφονται βέβαια στο πρώτο μέρος του καταλόγου με τις 37 οικογένειες.
[29] Δεν υπάρχουν αποδείξεις για το ότι ο Βαρθολομαίος, ο Ιλαρίων και η Γιουστινιάνα είναι παιδιά του ίδιου ποτέ Νικολάου. Μόνο αυτοί οι δύο ονομάζονται ως ‘κουνιάδοι’ του Μπενεδίκτου Semitecolo, του συζύγου της Γιουστινιάνας. Ο Αντώνιος, ο Βαρθολομαίος και ο Ιλαρίων δε συμπράττουν ποτέ. Μπορεί όμως να έχουν μοιράσει καλά τη σφαίρα των δραστηριοτήτων τους. Η μητέρα τους η Ελισάβεθ όταν στα γερατειά της έκανε τη δωρεά στην κόρη της (αρ. 535) και εξουσιοδότησε τον γαμπρό της για να υποστηρίξει τη δωρεά εναντίον τυχόν ενστάσεων (αρ. 536) δεν ανέφερε κανέναν γιο της. Αυτοί έτσι και αλλιώς μετά το θάνατο του πατέρα τους πρέπει να είχαν μοιράσει την περιουσία του και να είχαν εξασφαλίσει στη μητέρα τους την προίκα και τα άλλα της περιουσιακά στοιχεία.
[30] Διαπιστώνεται πως η αμπελουργία επεκτείνεται σε ολόκληρες εκτάσεις. O Μάρκος Avonal, γιος του Γεωργίου, τον Ιανουάριο του 1488 σε μια σειρά από 9 πράξεις συμφωνεί με κατοίκους των χωριών Ίσπιτα και Πηγή να μεταφυτέψουν σε φυτεία (χέρσες;) εκτάσεις του στο χωριό Ίσπιτα (αρ. 134-42). Μια από τις αρνητικές συνέπειες της επέκτασης της αμπελουργίας είναι η μείωση της ντόπιας παραγωγής δημητριακών έτσι ώστε αυτά να μην επαρκούν πια για τις ανάγκες της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Οι ναυλώσεις πλοίων εκείνα τα χρόνια συχνά έχουν σκοπό την εξαγωγή κρασιού προς τη Ρόδο κυρίως και την Κωνσταντινούπολη (αρ. 294, 408, 496, 623, 1105) και την αγορά δημητριακών από την Πελοπόννησο ως πέρα από την Κωνσταντινούπολη (αρ. 465, 623, 1032, 1033, 1156).
[31] Η Magna Ruga δεν μπορεί να είναι η σημερινή Οδός Εθνικής Αντιστάσεως, ο δρόμος που οδηγεί από την μεγάλη πύλη προς το λιμάνι, αφού ρητά λέγεται πως βρίσκεται στον Μπούργο. Ο τοπικός προσδιορισμός ‘στη Σαμπλονάρια’ συνηγορεί για την ταύτιση της Μεγάλης Ρούγας με τον δρόμο που βρίσκεται παράλληλα με την ακτή και οδηγεί από την μικρή πορτούλα (porta parvula, αρ. 965.5) του ανατολικού τείχους προς την εξωτερική πλατεία (αρ. 1090.3) κοντά στο λιμάνι, τη σημερινή οδό Αρκαδίου. Το ότι ο δρόμος αυτός είχε δομηθεί μόνο από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη άρχιζε η αμμουδιά της Σαμπλονάριας, όπως εμφανίζεται ακόμα στον γνωστο πίνακα του Ρεθύμνου του 1640, δε σημαίνει πως ο δρόμος αυτός με τις αποθήκες, τα αρχοντόσπιτα και τις εκκλησίες/μοναστήρια δε θα μπορούσε να λέγεται ‘μεγάλος’.
[32] Ο Αντώνιος διαμαρτύρεται στον κυβερνήτη μιας ‘καραβέλας’, Εμμ. Geno, για το ότι με το πρόσχημα την έφοδο Κατελάνων πειρατών διέκοψε το ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη με μεγάλη ζημιά για τον αδερφό του Ζαχαρία.
[33] Ο Νικ. Avonal είναι επαγγελματίας δικηγόρος/συνήγορος (advocatus/defensor) σε πολλές υποθέσεις (αρ. 181, 467, 875, 1036).
[34] Στις 17 Ιουλίου, στην πρώτη πράξη που σώζεται (αρ. Ρ65), παρατείνεται η ισχύς του ορισμού των διαιτητών που έπρεπε να λύσουν τις διαφορές τους. Αυτή η πρώτη πρόσπάθεια συμβιβασμού είχε γίνει τον Φεβρουάριο του 1486 (μάλλον more veneto, δηλ. 1487), λίγο καιρό πριν εγκατασταθεί ο Zuane Longo ως δημόσιος νοτάριος στο Ρέθυμνο (βλ. αρ. Ρ174) ή τουλάχιστον πριν αρχίσουν οι σωζόμενες συμβολαιογραφικές του πράξεις. Στις 30 Οκτωβρίου την παρατείνουν ξανά ως τις 15 Νοεμβρίου. Εκείνη τη μέρα ορίζουν άλλους διαιτητές (αρ. 14) που σε δυο μέρες λύνουν τις διαφορές τους οριστικά (αρ. 22).
[35] Στις 12 Μαΐου 1501 ο Λέων Συρόπουλος, γιος του ποτέ Μανούσου, έκανε και ως κηδεμόνας του ανήλικου αδερφού του Νικολάου εκκαθάριση λογαριασμών με κάποιον εκπρόσωπο των αδελφών Pesaro για τη διαχείριση του πατέρα του ως εμπορικού πράκτορα της αδελφικής τους εταιρίας (Longo, Candia 11).
[36] Το αξίωμα των άλλων πολύ συχνών μαρτύρων, Πέτρος Fioravante, Αντώνιος Griti, Ιωάννης Griti, Πέτρος Pizolo δεν αναφέρεται πουθενά. Οι κρητικοί ευγενείς ανάμεσά τους (Fioravante, Griti, Pizolo) μπορεί να είχαν και αυτοί μια θέση στο διοικητικό ή δικαστικό σώμα του Ρεθύμνου.
[37] Για τον Ζαχαρία Καλλέργη, βλ. Ν.Μ. Παναγιωτάκης, «Το κείμενο της πρώτης έκδοσης του “Απόκοπου”. Τυπογραφική και φιλολογική διερεύνηση», Θησαυρίσματα 21 (1991), 89-209, ιδ. 91-94, όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία.
[38] Βλ. Στεριώτου 1992, τόμ. Ι, σσ. 235-60, και Χαράλαμπος Γάσπαρης, «Το διαμέρισμα και η πόλη του Ρεθύμνου (13ος – 15ος αι.). Ιστορικό Σχεδίασμα», στο: Χρύσα Μαλτέζου – Ασπασία Παπαδάκη (επιμ.), Πρακτικά Συμποσίου ‘Της Βενετιάς το Ρέθυμνο’. Ρέθυμνο, 1-2 Νοεμβρίου 2002, Βενετία 2003, 35-60, ιδ. 56-57.
[39] Αν ο passus pedum αντιστοιχεί στο ‘βήμα διπλούν’ (βλ. Schilbach 1970, 22), το επιδιωκόμενο βάθος του λιμανιού θα ανερχόταν σε 18,74 μέτρα. Σύμφωνα όμως με τη Στεριώτου 1992, 241 το βάθος θα ξεπερνούσε τα 20 μέτρα.
[40] Ενδεικτικά για την εμπορική κίνηση, τις εισαγωγές και εξαγωγές είναι τα στοιχεία που έδωσα παραπάνω για τα πέντε πρόσωπα που είναι χαρακτηριστικά για το είδος των πράξεων του Longo.
[41] Βλ. αρ. 628 (6 Νοεμβρίου 1488). Ο βενετός την καταγωγή μηχανικός Βενέδικτος Barbota, τώρα όμως κάτοικος Χάνδακος, μελέτησε επιτόπου την κατάσταση. Ο ρέκτορας και οι δύο σύμβουλοι ενέκριναν το σχέδιο, το οποίο ο Barbota αρχίζοντας από τα Χριστούγεννα του 1488 υπόσχεται σε δύο χρόνια να το τελειώσει. Περιγράφει λεπτομερειακά από πού ως πού θα κατασκευαστεί ο μόλος, ποια υλικά και πόσα εργατικά χέρια χρειάζονται. Για τον εαυτό του ζητά ως μισθό 200 χρυσά δουκάτα και ένα μήνα άδεια τον Αύγουστο.
[42] Βλ. Στεριώτου 1992, 238 κ.ε.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
μήνας | 1487 | 1488 | 1489 | 1490 |
---|---|---|---|---|
Ιανουάριος | 90-167 | 727-803 | 1112-1127 | |
Φεβρουάριος | 168-212 | 804-849 | 1128-1134 | |
Μάρτιος | 213-310 | 850-950 | 1135-1160 | |
Απρίλιος | Ρ1-12 | 311-364 | 951-979 | 1161-11660 |
Μάιος | Ρ13-48 | 365-403 | 980-1021 | |
Ιούνιος | Ρ49-53 | 404-432 | 1022-1046 | 1167-1172 |
Ιούλιος | Ρ54-77 | 433-483 | 1047-1063 | 1173-1175 |
Αύγουστος | Ρ78-104 | 484-503 | 1064-1082 | 1176-1185 |
Σεπτέμβριος | Ρ105-128 | 504-536 | 1083-1113 | 1186-1197 |
Οκτώβριος | Ρ129-177 | 537-616 | 1114-1116 | 1198-1200 |
Νοέμβριος | Ρ178-Ρ195, 1-40 | 617-663 | 1117-1119 | |
Δεκέμβριος | 41-89 | 664-726 | 1120-1121 | |
Σύνολο | 284 | 636 | 395 | 79 |
όνομα | ναός/μοναστήρι | συνοικία | περιοχή | αριθμός |
---|---|---|---|---|
S. Anargiri | συνοικία | Μπούργος | 959.9 | |
S. Andreas | ναός | Μπούργος | διαθήκη.7 | |
S. Anna | ναός | συνοικία | 113.12-13 | |
S. Antonius | συνοικία | 944.5 | ||
S. Apostoli | ναός | 113.12 | ||
S. Athanasius | μοναστήρι Φραγκισκανών; | 370.28 | ||
S. Caterina | μοναστήρι αγ. Αυγουστίνου | 108.3-4, 745.3, 1028.41-42 | ||
S. Constantinus | ναός | Μπούργος | 1046.24 κ.ε. | |
S. Dimitrius | συνοικία | Μπούργος | 600.3-4, 801.10 | |
S. Joannes Chrisostomo | μοναστήρι | συνοικία | Μπούργος | 328.3-4, 925.4 |
S. Lazarus | συνοικία | Μπούργος | 352.7, 1028.16 | |
S. Liberalis | ναός | συνοικία | Μπούργος | 1197.9-10 |
S. Maria Faneromeni | μοναστήρι | 1091.3-4 | ||
S. Maria Fratrum S. Augustini | ναός/μοναστήρι | P193, 131.6-7, 203.3, 211.7, 370.28, 840.11 (τάγματος των Ηρεμιτών)1160.4-5 | ||
S. Maria Magdalena | ναός | συνοικία | Μπούργος | 438.10 κ.ε. |
S. Maria de Odigitria | ναός | 24.5-6 | ||
S. Nicolaus | καθεδρικός ναός | συνοικία | Παλιά πόλη | 203.2, 308.10-11, 370.29 (?),469.7, 964.7 (?), 1160.5-6 |
S. Nicolaus | μοναστήρι | Παλαιόκαστρο Ρεθύμνου | 782.4 | |
S. Onufrius / (E)nufrius | συνοικία | Μπούργος | P144.3, P184.2, 959.5-6, 1177.14-15 | |
Puteus magnus | συνοικία | Μπούργος | 1001.7 | |
S. Salvator | μοναστήρι ή ναός | Μπούργος | P144.3, P184.2, 959.5-6, 1177.14-15 | |
Sinagoga | Εβραϊκή | 1131.5 | ||
S. Trinitas | hospitale/ξενώνας | συνοικία | Μπούργος | P10.2, 480.8 |
S. Trinitas | συνοικία | Παλαιόκαστρο Ρεθύμνου | 1001.7 |
Αδημοσίευτη ανακοίνωση στο ΙΑ´ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο. Τμήμα Β. Μεσαιωνικά χρόνια, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 21 – 27 Σεπτεμβρίου 2011.