Η επιστροφή στον Χάνδακα και τα τελευταία χρόνια της ζωής του Στέφανου Σαχλίκη

Ο ποιητικός Σαχλίκης

Ο ίδιος ο αφηγητής ομολογεί πως μια ορισμένη στιγμή ύστερα από πολλά χρόνια (στ. 147) ο Στέφανος Σαχλίκης αναγκάστηκε να επιστρέψει οριστικά στον Χάνδακα (στ. 248). Είχε βαρεθεί τη ζωή στο χωριό, όπως λέει ο ίδιος, επειδή δεν υπήρχαν δυνατότητες επικοινωνίας με μορφωμένους και πολιτισμένους ανθρώπους (στ. 158-59); Είχε πράγματι φαλιρίσει (στ. 146); Δεν απέφεραν αρκετά τα αγροτικά προϊόντα των κτημάτων του για να καλύψει τα έξοδά του και να κάνει οικονομίες (στ. 147-48);
Ζυγιάζοντας τα υπέρ και τα κατά της επιστροφής στην πόλη, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να γυρίσει πίσω, αφού εξασφάλισε για τον εαυτό του ένα σίγουρο εισόδημα σε θέση αξιωματούχου (στ. 249-50), που είχε ο Δούκας το δικαίωμα να χαρίσει. Δεν είναι σαφές αν εννοεί πως ο Δούκας ήταν φίλος ή γνωστός του ή πως ο Δούκας έδειξε απλώς φιλική διάθεση απέναντί του.

Η σταδιοδρομία του Σαχλίκη ως αβουκάτου (στ. 248-325)

Τα λόγια του Δούκα κατά την ορκομωσία (στ. 330) και ανάληψη των καθηκόντων του υπογραμμίζουν τα δύο πλεονεκτήματα της θέσης του advocatus publicus: το αξίωμα δίνει στον κάτοχό του αξιοπρέπεια και ένα πάγιο εισόδημα, που θα του αξασφαλίζει οικονομική άνεση ή ακόμα και πλούτο (στ. 252-54):

«Το φίτσιον», μου είπεν, «έπαρε, ως δια να σε τιμήσει
κι εξέδραμε και κράτει το και θέλει σε πλουτίσει
ουδ᾽ έν᾽ δια βλάβην της ψυχής, αμή ᾽ν᾽ δια όφελός1 σου.»

Τον πρώτο καιρό ως νεοδιορισμένος δημόσιος δικηγόρος εφάρμοζε κατά λέξη τις ρήτρες που όριζε το ‘καπιτουλάρι’ του (στ. 299-301):

αμή όσον αγαπά ο Χριστός κι η Αφεντιά ορίσει
και το καπιτουλάριν μου γράφει το και χωρίσει,
εις τόσο και ολιγότερον πλήρωμα θέλω παίρνει.

Ο Σαχλίκης δούλευε μόνο τις καθημερινές και ζητούσε πράγματι ‘με πάσαν δικαιοσύνην’ (στ. 259), ‘με πάσαν δίκαιον τρόπον’ (στ. 261) για τις υπηρεσίες του την ταρίφα που όριζαν οι διατάξεις. Πολλούς φτωχούς τους βοηθούσε μάλιστα δωρεάν ή με έκπτωση (‘και άφηνα εκ το πλήρωμα πολλών πτωχών ανθρώπων’, στ. 260). Και έκανε σωστό απολογισμό των εσόδων του (‘κι εδίδασί μου πλήρωμα κι εγώ απιλόγιαζά το’, στ. 262).

Τα παράπονα των συναδέλφων του πως έβλαπτε τα δικά τους και δικά του συμφέροντα και οι προτροπές τους βρήκαν τελικά το ευάλωτο σημείο του, τα οικονομικά και την έλλειψη νοικοκυροσύνης (στ. 268-71).

Το φίτσιον το επαρέλαβες , αν θέλεις να κερδίσεις,
πάσχε και πλούσιους και πτωχούς πάντες να τους εγδύσεις.
Έπαιρνε απ᾽ όλους πλήρωμα, κάμε καλόν σακούλιν
και πάντα απ᾽ τα κανίσκια σου πέμπε εις τον φόρον, πούλειε.

Ύστερα από σκέψη να μη δεχτεί τις παρανομίες και να παραιτηθεί από το αξίωμά του υιοθέτησε διστακτικά και ο ίδιος την τακτική τους και έγινε σαν τους άλλους. Περίμενε και αυτός διευκολύνσεις και δώρα. Συμπεραίνει (στ. 308-11) πως όποιος κατέχει ένα αξίωμα, μοιραία

άδικος, κλέπτης να γενεί, μάλλον και αζιγανιάρης
δώρα και δώσια να αγαπά, να φαίνεται μανιάρης,
να μη λυπάται ορφανόν, να μη πονεί την χήρα,
αμή να ορίζει πάντοτε δια εδικήν του μοίρα.

Εκ των υστέρων, μετά τη λήξη της θητείας του, ομολογεί την αμαρτία του, αλλά τη μειώνει κάπως (στ. 318-19):

Αλήθεια, ωσάν κατέχουσιν όσοι και μ᾽ εγνωρίσαν,
εγώ έπαιρνα ολιγότερον παρού επαίρναν άλλοι.

Οι καταληκτικοί στίχοι 320-25 ολοκληρώνουν με ρητορικό τρόπο όχι μόνο την αφήγηση της θητείας του Σαχλίκη ως δικηγόρου, αλλά γενικότερα τον βίο και πολιτεία όλου του σιναφιού των δικηγόρων.

Η εξαφάνιση της Μοίρας

Μετά τους εισαγωγικούς στίχους της Αφήγησης παράξενου του ταπεινού Σαχλίκη (στ. 1-3),

Σαχλίκη, εσέν η Μοίρα σου τα σου έχει καμωμένα.
πολλά κακά ᾽ν᾽ και απλήρωτα και αριφνημόν δεν έχουν·
και τούτο έναι φανερόν, οι πάντες το κατέχουν

ο αφηγητής αγανακτισμένος που η Τύχη του δε θέλει να αλλάξει προς το καλύτερο, το παίρνει απόφαση και γράφει (στ. 23-26):

Λοιπόν όποιος ορέγεται να μάθει δια την Μοίραν,
το πώς παίζει τον άτυχον ωσάν παιγνιώτης λύραν,
ας έλθει να αναγνώσει εδώ τούτο το καταλόγιν,
το εκάτσα κι εστιχόπλεξα και μοιάζει μοιρολόγιν.

Σε όλο το υπόλοιπο ποίημα όλες οι κρίσιμες αλλαγές στη ζωή του αφηγητή και όλες οι αποτυχίες αποδίδονται στις συμβουλές της Μοίρας/Τύχης του. Η τελευταία επέμβασή της είναι η προτροπή της να επιστρέψει στον Χάνδακα και να δοκιμάσει να πάρει αξίωμα (στ. 149-62 και 240-45) και η δική του συμμόρφωσή με την υπόδειξή της (στ. 246-47):

Εφάνη μου ότι η Τύχη μου καλήν πόρταν μού ανοίγει
να πάρω φίτσιον να κρατώ, να λείψω εκ το κυνήγι.

Την ευθύνη για την ηθική ανεπάρκεια και αποτυχία του αφηγητή ως αβουκάτου ο αφηγητής δεν την αποδίδει πια στη Μοίρα του. Ο ίδιος φταίει ή μάλλον η αδυναμία του, η ίδια αδυναμία που έπαιξε ρόλο και στις άλλες αποτυχίες και ατυχίες του, που τότε αποδίδονταν όλες στην προσωπική του Μοίρα. Και δεν είναι μόνο εδώ που απουσιάζει η Μοίρα. Και στις επόμενες ενότητες έχει ξεχαστεί η βασική θεματική της Αφήγησης παράξενου να δείξει στους αναγνώστες (!) της ‘το πώς (η Μοίρα) παίζει τον άτυχον ωσάν παιγνιώτης λύραν’.2

Είναι ολοφάνερο σε ποιον οφείλεται αυτή η αλλαγή της θεματικής. Ο ποιητής-διασκευαστής των εκφράσεων για τη συμπεριφορά των χωρικών και των αβουκάτων δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το ρόλο της Μοίρας στους στίχους του. Η Έκφραση των αβουκάτων προστέθηκε αμέσως μετά τους καταληκτικούς στίχους 324-25 με τους οποίους ο αφηγητής έκλεινε τη δική του αφήγηση της σταδιοδρομίας του. Το αρχικό τέλος του ποιήματος για τη μοιραία επίδραση της Μοίρας στη δική του ζωή, που θα ακολουθούσε μετά τον στ. 325, χάθηκε. Με την επέμβαση του διασκευαστή και τους μεταβατικούς στίχους 386-90 εξαφανίστηκε η αρχική συνοχή της Αφήγησης παράξενου του ταπεινού Σαχλίκη.

Η παρέμβλητη ‘Έκφραση των αβουκάτων’ (στ. 326-85)

Μετά την παρέμβλητη ‘Έκφραση των χωρικών’ ο ίδιος διασκευαστής πρέπει να εμπλούτισε και την αφήγηση της συμπεριφοράς του Σαχλίκη ως δημόσιου δικηγόρου με ένα σατιρικό και διδακτικό Dit des avocats.3 Αυτή τη φορά η Έκφραση δε διακόπτει την αφήγηση, αλλά προστέθηκε ανάμεσα στο τέλος της τελειωμένης πλέον αφήγησης (στ. 324-25) και το αρχικό επιμύθιο για τον ρόλο της Μοίρας, το οποίο στη συνέχεια χάθηκε.

Η Έκφραση (στ. 326-85) χωρίζεται σε δύο ενότητες:
1. Το καθηκοντολόγιο του αβουκάτου και η αντίστροφη εφαρμογή του (στ. 326-360) με ιδιαίτερη έμφαση στα δώρα και άλλες εξυπηρετήσεις. Η ενότητα προκαλεί την αγανακτισμένη αντίδραση του αφηγητή και την επανάληψη της απόφασης να αποχωριστεί την κλεψιά των αβουκάτων (στ. 361-62).
2. Ο πλούσιος (στ. 363-380) και ο φτωχός πελάτης (381-85). Η ενότητα, που θυμίζει τις αντίστοιχες ενότητες στο Περί φίλων και Περί φυλακής, παρέμεινε ως προς του φτωχούς μισοτελειωμένη, πράγμα που δίνει ένα απότομο τέλος στη σημερινή μορφή της Αφήγησης παράξενου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η δεύτερη ενότητα είναι αδέξια μεταγενέστερη προσθήκη στην πρώτη, που είναι καλύτερα δομημένη, αλλά ως προς το περιεχόμενο απλώς συγκεκριμενοποιεί ό,τι υπονοούσε ο αφηγητής με τα λόγια των συναδέλφων του Σαχλίκη (στ. 264-76) και τις δικές του παρομοιώσεις με τους έμπειρους ναυτικούς (στ.283-90 και 302-05).

Το σημερινό τέλος (στ. 386-90)

Ακόμα και η μορφή των πέντε ανομοιοκατάληκτων (!) στίχων αποδεικνύει πως οι στίχοι δεν έχουν γραφτεί από τον ποιητή της ομοιοκατάληκτης Αφήγησης. Οι στίχοι 386-87 δε συνοψίζουν το διδακτικό ποίημα για τον αρνητικό ρόλο της Μοίρας σε όλη τη ζωή του Σαχλίκη, αλλά αναφέρονται μόνο στις εκφράσεις των χωριατών και των αβουκάτων.

Οι στίχοι 388-90

Εγώ απεδά αφήνω το τούτο το καταλόγι
να γράψω και της φυλακής τους πόνους και τας θλίψεις
και δια τους φίλους τους καλούς και τους κακούς το τι ᾽ναι

έχουν προστεθεί από τον γραφέα του Ν ή του προτύπου του που με αυτόν τον τρόπο δοκίμαζε να συνδέσει την Αφήγηση παράξενο με τα παλιότερα ποιήματά του και να δημιουργήσει μια ενιαία συλλογή του ποιητικού έργου του Στέφανου Σαχλίκη.

Με παρόμοιο τρόπο πρόσθεσε στο τέλος του Περί φίλων (στ. 201) τους μεταβατικούς στίχους

Και από του νυν σχολἀζω τα του λέγειν δια τους φίλους
και αρχίζω ως δια την φυλακήν την μυριοπονεμένην.

Το Περί φυλακής το κλείνει με τους συνδετικούς στίχους:

Ημπόρουν δια την φυλακήν να πω ακόμη και άλλα,
αμή σχολάζω, αφήνω τα, διαβαίνω και περνώ τα
δια να έλθω εις την υπόθεσιν και των φυλακατόρων.

Η συνθετική εργασία τελείωσε με τη σύνδεση του δεύτερου και τρίτου μέρους του Περί φυλακής:

Ηκούσατε της φυλακής τους πόνους και τας θλίψεις,
εμάθετε την είδησιν και των φυλακατόρων,
είδετε κι εγνωρίσετε και των φυλακισμένων.
Εδά λοιπόν να σας ειπώ δια τον φυλακάτοράν μου,
το πώς τον είχα αυθέντη μου και τίντα τάξιν είχεν.

Ο ιστορικός Σαχλίκης

Η επιστροφή στον Χάνδακα και ο Δούκας Κρήτης

Η απόφαση του Στέφανου Σαχλίκη να μην παρατείνει και άλλο την παραμονή στο Πενταμόδι και με την οικογένειά του να γυρίσει πίσω στον Χάνδακα πρέπει να υποβοηθήθηκε από το γεγονός πως Δούκας Κρήτης από το 1381 ήταν ο Πέτρος Mocenigo (στ. 249-51):

Λοιπόν εξαναγκάστηκα κι ήλθα εις το Κάστρον πάλι,
ηύρα τον Δούκα φίλο μου, του Κάστρου το κεφάλιν
κι εκείνος μ´ εσυμβούλευσεν και βάνει με αβουκάτον.

Πρέπει να γνωρίζονταν οι δύο από το 1365, όταν ο Mocenigo ήταν ένας από τους πέντε Βενετούς προνοητές που είχαν σταλεί ειδικά από τη Βενετία για να επιβλέψουν στην κατάπνιξη της αποστασίας και την πορεία της ειρήνευσης του νησιού (1364-65), ή κατά την πρώτη θητεία του Mocenigo ως Δούκα Κρήτης (1366-69).4 Μπορεί να έπαιξε ρόλο η μετριαστική επέμβαση του Στέφανου Σαχλίκη κατά την περίοδο της πολιτικής όξυνσης στους κύκλους των επαναστατών στις αρχές του 1364 (van Gemert 1980, έγγραφο 5.2). Ο Στέφανος, μετά τη συγκομιδή του 1382, όταν αρχίζει να εμφανίζεται ξανά στις συμβολαιογραφικές πράξεις, πρέπει να επέσπευσε την επιστροφή του, επειδή η θητεία του Mocenigo ως Δούκα Κρήτης (1381-83) θα έληγε σε έξι μήνες.

Το αξίωμα του advocatus per omnes curias

Η θέση του δημόσιου αβουκάτου/advocatus per omnes curias (Ο αριθμός των θέσεων από το 1373 είχε αυξηθεί από 8 σε 12.5) ανήκε στα κατώτερα officia, δημόσια αξιώματα, που οι αρχές του Χάνδακα είχαν το δικαίωμα να αναθέτουν/χαρίζουν σε άξιους ντόπιους κατοίκους. Η Βενετία προσπαθούσε όλο και περισσότερο να περιορίσει το δικαίωμα αυτό. Από το 1381 η εκλογή έπρεπε να εγκριθεί από το 2/3 των μελών του Μείζονος Συμβουλίου.6 Η θέση δεν ήταν μόνιμη, αλλά μάλλον μόνο για ένα ή δύο χρόνια.7 Στην απόφαση του Μείζονος Συμβουλίου της Βενετίας της 03.05.1388 δίνεται κατ᾽ εξαίρεση στον Μάρκο Beto, προσωπικό μάλλον φίλο του Σαχλίκη,8 ως ιδιαίτερη χάρη για την αφοσίωσή του στη Βενετία κατά την Αποστασία του Αγίου Τίτου και τις υπηρεσίες στο κοινό, η θέση του αβουκάτου για πέντε χρόνια. Ο Μάρκος είχε διατελέσει στο παρελθόν και άλλες φορές δημόσιος δικηγόρος.9

Ο δημόσιος δικηγόρος διοριζόταν για όλα τα δικαστήρια της πόλης, από τα κατώτερα ως και το ανώτερο, την Αυθεντία, τον Δούκα Κρήτης δηλ. και τους δύο Συμβούλους του. Το ‘καπιτουλάρι’ (στ. 300) των δημόσιων δικηγόρων του Χάνδακα δεν έχει σωθεί. Αυτό πρέπει να καθόριζε μ.ά. τα καθήκοντά και τις υποχρεώσεις τους, το ύψος της αμοιβής που αντιστοιχούσε στο είδος της εργασίας που συνεπαγόταν, τα έξοδα και τα ναύλα (βλ. παρακάτω), ίσως ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του εκάστοτε πελάτη.

Η ζωή στον Χάνδακα

Με την επιστροφή του στον Χάνδακα10 άρχισαν ξανά η ακριβότερη ζωή, τα μεγαλύτερα έξοδα της πόλης και τα χρέη, καινούργια και παλιά. Στις 14 Φεβρουαρίου 1383, όταν η θητεία του ως δικηγόρου είχε ήδη αρχίσει, ο Σαχλίκης αγόρασε μια Αλβανίδα σκλάβα Καλή από τα Λαγκάδια/τη Λαγκαδιά. Τα 80 υπέρπυρα της τιμής της δεσμεύθηκε να τα εξοφλήσει σε έξι μήνες (ως και τη συγκομιδή του Αυγούστου).11 Είναι ελκυστική η ιδέα η αγορά αυτή να συνδέεται με τη μετακόμιση της οικογένειάς του από το Πενταμόδι και με τις νέες ανάγκες της ζωής στον Χάνδακα.

Δεν είναι σαφές αν από τα παλιά του χρέη έμεινε να εξοφληθεί το μεγάλο χρέος των 476 υπέρπυρων του 1369 προς το Δημόσιο (βλ. παραπάνω και van Gemert 1980, αρ. 5.3). Στις 15 Μαΐου 1383 η Γερουσία της Βενετίας επανήλθε στο θέμα, που η ρύθμισή του το 1372 είχε αναβλήθεί για δέκα χρόνια. Η Βενετία το τοποθετεί σε ένα στενότερο πλαίσιο: ορίζει να πουληθούν τα κτήματα των πρωτεργατών της Επανάστασης του Αγίου Τίτου που έχουν περιέλθει στα χέρια της βενετικής διοίκησης. Η περίπτωση του Στέφανου Σαχλίκη δε σχετίζεται με κτήματα που είχαν δημευθεί και δεν εμπίπτει επομένως σ᾽ αυτό το πλαίσιο.

Ρυθμίζονταν μαζί με αυτά και τα άλλα χρέη προς το δημόσιο που εκκρεμούσαν ακόμα; Ο Σαχλίκης είχε φροντίσει να εξοφλήσει το ποσό του χρέους προς το Δημόσιο πριν απευθυνθεί στον Δούκα Πέτρο Mocenigo με την παράκληση να του χορηγήσει το αξίωμα, όπως υπέθεσα στο προηγούμενο κεφάλαιο; Ή μήπως σχετίζονταν με την αποπληρωμή αυτού του παλιού του χρέους τα δύο δάνεια που συνήψε το 1383; Ένα μήνα πριν από την εντολή της Βενετίας προς τις αρχές του Χάνδακα πως το όριο των 10 χρόνων είχε παρέλθει,12 στις 13 Απριλίου 1383, ο Στέφανος έλαβε με επίσημο τρόπο, μέσω του δημόσιου ταμείου του Χάνδακα, από τον Μιχαήλ Faletro, τον πατέρα της πελάτισσάς του Αγνής Geno, χήρας του Μάρκου Geno, δάνειο 205,5 υπέρπυρων ως έντοκο δάνειο συν 25 ως άτοκο. Το πρώτο ποσό το δανείστηκε για αόριστο χρονικό διάστημα με επιτόκιο 20%.13 Άλλο δάνειο σύναψε ο Στέφανος στις 20 Νοεμβρίου 1383, οπότε δανείστηκε άλλα 200 υπέρπυρα από την Εβραία Λιγιακή Αναστασού.14 Συνολικά τα δύο ποσά θα κάλυπταν περίπου το χρέος του στο Δημόσιο.

Η θητεία του Σαχλίκη ως δημόσιου δικηγόρου

Οι καινούργιοι δημόσιοι δικηγόροι του Χάνδακα άρχιζαν μάλλον την θητεία τους, όπως και τα καινούργια μέλη της Γερουσίας και του Μείζονος Συμβουλίου, από την πρώτη Ιανουαρίου. Η παραπάνω γνωστή υπόθεση της 26 Φεβρουαρίου 1383 ανάμεσα στην χήρα του Μάρκου Geno και τους κληρονόμους του, που έφτασε ενώπιον του Δούκα και των δύο Συμβούλων, ίσως να ήταν και η πρώτη μεγάλη που ανέλαβε. Η δίκη αυτή έφερε τον Στέφανο Σαχλίκη ως δικηγόρο ενώπιον του ‘φίλου’ Δούκα Πέτρου Mocenigo ως δικαστή.

Στις αρχές Ιουνίου ο Στέφανος εκπροσώπησε μέλη της οικογένειας Bono σε υπόθεση δύο Τατάρων γυναικών σκλάβων που η Μαγδαληνή Bono, χήρα του Νικολάου, είχε απελευθερώσει με τη διαθήκη της.15 Η οικογένεια Bono δεν έφερε αντίρρηση στη ρήτρα της διαθήκης. Και στις δύο πρώην σκλάβες δόθηκε αντίγραφο της απόφασης που αναγνώρισε πως ήταν ελεύθερες.

Η τρίτη υπόθεση που πρέπει να άρχισε κατά την θητεία του Στέφανου Σαχλίκη τράβηξε σε μάκρος και εκδικάστηκε τελικά οριστικά μόλις στις 21 Νοεμβρίου 1387.16 Η υπόθεση, που αφορούσε την απόδοση προίκας και απόδειξη παραλαβής κληρονομιάς, σύμφωνα με απόφαση κάποιου προηγούμενου Ρέκτορα Ρεθύμνου, σερνόταν επί τρία χρόνια στο Ρέθυμνο, έπειτα στο Εφετείο στη Βενετία, πριν καταλήξει στον Δούκα της Κρήτης και τους Συμβούλους του. Για την αρχική υπόθεση ο Στέφανος Σαχλίκης πέρασε και ένα δίαστημα στο Ρέθυμνο, για το οποίο εισέπραξε 100 υπέρπυρα για ναύλα και έξοδα. Με βάση τη διατύπωση της οριστικής απόφασης είναι αδύνατο να προσδιοριστεί αν η υπόθεση ξεκίνησε το 1383 ή 1384, τον πρώτο ή ενδεχομένως τον δεύτερο χρόνο της πρώτης θητείας του .

Αυτή είναι η μόνη μαρτυρημένη παρουσία του Στέφανου Σαχλίκη στο Ρέθυμνο. Το 1383 θα μπορούσε να ισχύσει ως terminus ad quem για την προφορική απαγγελία του ποιήματος για τη Βουλή των Πολιτικών στο Ρέθυμνο και τα Χανιά (βλ. Βουλή των πολιτικών, στ. 343-46):

Κι δι᾽ αύτο τούτην την βουλήν την μέ ᾽πεν έγραψά την,
στο Ρέθεμνος κι εις τα Χανιά, παντού εκουδούνισά την.
Κι εγώ την Κουταγιώταινα παντού εμαντάτεψά την
και την Βουλήν των πολιτικών παντού εδιαλάλησά την.

Απαγγελίες και παραστάσεις στον Χάνδακα σίγουρα θα είχαν προηγηθεί.17

Στο τέλος της πρώτης θητείας του δεν ασκήθηκε δίωξη εναντίον του Στέφανου Σαχλίκη ή άλλων συναδέλφων του. Ήταν μάλλον σε όλους γνωστά και μέσα σε ορισμένα όρια αποδεκτά τα τεχνάσματα, όχι μόνο των δικηγόρων, αλλά και των άλλων κατώτερων αξιωματούχων. Για τον Στέφανο δεν υπήρχε επομένως κανένα κώλυμα για να επαναδιοριστεί, ύστερα από έξι ή εφτά χρόνια, το 1391 ως δικηγόρος. Και στην περίπτωση του Λεονάρδου Ντελλαπόρτα μεσολάβησε το ίδιο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη θητεία.18

Η χρονολογία σύνθεσης της Αφήγησις παράξενος.

Με το τέλος της πρώτης θητείας του ως δικηγόρου (το 1384;) τελειώνει και η Αφήγησις παρἀξενος. Η από ηθική άποψη μεμπτή δικηγορία είναι το τελευταίο παράδειγμα αποτυχίας που πραγματεύεται ο ίδιος στη μορφή του ποιήματος που μας έχει σωθεί στο μοναδικό χειρόγραφο του έργου.

Το κενό των χρόνων 1385-1389. Η υπόθεση της Κέρκυρας

Τα χρόνια 1385 ως και το 1387 είναι κενά. Δε βρέθηκε κανένα έγγραφο που να βεβαιώνει την παρουσία του στην Κρήτη. Για το 1388 σώζονται δύο μόνο πράξεις και μία αναφορά σε μια τρίτη, που αφορά την παράταση για άλλα πέντε χρόνια του συμβολαίου του Στέφανου με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, από το οποίο είχε από το 1372 (βλ. παραπάνω, Η παραμονή στο Πενταμόδι) νοικιάσει τη μεγάλη έκταση του Απάνω Μίχου. Ύστερα από την ανανέωση αυτή ο Στέφανος στις 5 Φεβρουαρίου 1388 εκμίσθωσε από τον Ιανουάριο του 1388 για πέντε χρόνια κάποιο κτήμα στο χωριό Απάνω Μίχου σε έναν κάτοικο του κοντινού χωριού Βούτες.19 Η δεύτερη πράξη αφορά την επίλυση των διαφορών ανάμεσα στους κατοίκους του Χάνδακα Ιωάννη Bono με το γιο του Πέτρο και τον παπά Γιάννη Αρσένη, κάτοικο Μπούργου Χάνδακος.20

Θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα ο Σαχλίκης να γύρισε για μεγάλο χρονικό διάστημα πίσω στο Πενταμόδι. Αν δεν έχεις μεγάλη ανάγκη, όπως κατά την δραματική κατάσταση μετά την αποφυλάκισή του, δεν πηγαίνεις ως πρωτευουσιάνος και τώρα μάλιστα ως πρώην δημόσιος δικηγόρος για δεύτερη φορά να θαφτείς στο χωριό. Μου φαίνεται απίθανο τα τρία αυτά χρόνια να έμεινε στο Ρέθυμνο και τη Βενετία για να συμπαρασταθεί στην πελάτισσά του στην υπόθεση που λύθηκε τελικά στις 21 Νοεμβρίου 1387. Μήπως η παρουσία μέλους του αρχοντικού κλάδου της κρητικής οικογενείας Σαχλίκη στην Κέρκυρα θα μπορούσε να ανάγεται ως τις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αιώνα;

Η Βενετία απέκτησε την Κέρκυρα το 1383 και εφάρμοσε για ευνόητους λόγους όχι πια την πολιτική του 13ου αιώνα της αποίκισης του νησιού και αντικατάστασης των ντόπιων αρχοντικών οικογενειών με Βενετούς ευγενείς και cittadini. Ο αυξανόμενος κίνδυνος των Οθωμανών και η σημασία του νησιού ως ενδιάμεσου σταθμού για τα εμπορικά και μη πλοία προς την Πελοπόννησο, την Κρήτη, την Κωνσταντινοὐπολη και την Ανατολή απαιτούσαν σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και μεγαλύτερο σεβασμό των προνόμιων των Κερκυραίων αρχοντικών οικογενειών, ακόμα και των εβραίων.21

Από την αρχή δεν υπήρξε λόγος ούτε για επάνδρωση της καινούργιας κτήσης της Βενετίας με καινούργιες αρχοντικές οικογένειες. Στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών οίκων του νησιού, όπως σώζεται σήμερα,22 οι μαρτυρίες για εγκατάσταση ξένων ευγενών στην Κέρκυρα πριν από την Άλωση της Πόλης είναι σπανιότατες. Δύο μόνο οίκοι έχουν μαρτυρημένη πρώιμη καταγωγή από την Κρήτη.

Η μία είναι η κρητική αρχοντική οικoγένεια Γιαλινά. Το 1394 κιόλας ο Φραγκίσκος Γιαλινάς, μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου της Κέρκυρας, ανέγειρε την εκκλησία του San Felice στην πόλη της Κέρκυρας.23 Από την ίδια περίοδο πρέπει να χρονολογείται και η εγκατάσταση της κρητικής οικογένειας Σαχλίκη. Αν εγκατάσταθηκε ο ίδιος ο Στέφανος ή ο γιος του ο Ιωάννης δεν μπορεί να αποδειχθεί. Η οικογένεια ήταν πάντως κρητική, αφού κατά τον 14ο αιώνα οικογένεια Σαχλίκη δε μαρτυρείται πουθενά έξω από την Κρήτη και ο μόνος αρχοντικός κλάδος της οικογένειας που απαντάται μετά το 1348 είναι αυτός του φεουδάρχη Στέφανου Σαχλίκη, γιου του ποτέ Ιωάννη. Ως γενάρχη του ευγενούς οίκου Σαχλίκη της Κέρκυρας η Χρυσή Βίβλος της Κέρκυρας μνημονεύει τον Στέφανο Σαχλίκη, κρητικό ποιητή του 15ου αιώνα. Αυτή η πληροφορία δημοσιεύθηκε σε ανύποπτο χρόνο, όταν ο ποιητής και το έργο του χρονολογούνταν ακόμα στο τέλος του 15ου αιώνα.

Ο Ιωάννης Σαχλίκης, μετά την πιθανή πρώτη και μοναδική παρουσία το 1377 σε συμβολαιογραφική πράξη του Χάνδακα, δε μαρτυρείται πλέον ούτε μία φορά. Αν πρέπει να υποθέσουμε πως μετά το 1383 ένα μέλος της οικογένειας Σαχλίκη εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, ήταν πιθανότατα ο Ιωάννης, γιος του Στέφανου και της Μαρούλας.24 Αυτός θα είδε όπως οι Γιαλινάδες καλύτερο μέλλον στην καινούργια κτήση, εγκαταστάθηκε, παντρεύτηκε, πήρε την πατρική ευχή και μαζί μ᾽ αυτή την χειραφέτηση και ελευθερία από την πατρική εξουσία.25 Ο πατέρας του κράτησε μάλλον ολόκληρο το φέουδο ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος των δυόμισι σερβενταριών του στο Πενταμόδι αφού αυτό εγγυούνταν στη μητέρα του την προίκα της.26

Τα χρόνια 1389-1390

Μετά τον χειμώνα του 1388-89 η παρουσία του Σαχλίκη μαρτυρείται πάλι στον Χάνδακα. Στις 4 Απριλίου εμφανίζεται με μια περίεργη διπλή αγοραπωλησία. Αγοράζει από τον Εμμανουήλ Mudacio και μεταπωλεί την ίδια μέρα με την ίδια τιμή (100 υπέρπυρα) στον Μαφέο Fradhelo μια Αρβανίτισσα σκλάβα Θεοδώρα με το νεογέννητο κοριτσάκι της. Ο αγοραστής τού πουλά προς 110 υπέρπυρα (!) την Τατάρα σκλάβα Herini/Εiρήνη, που είχε αγοράσει πριν πέντε χρόνια από τον Στέφανο.27 Τον ίδιο χρόνο και το 1390 αναπτύσσει μαζί με κάποιον Amadeus de Laude εμπορικές δραστηριότητες και αγοράζει μαλλί και μετάξι.28

Στις 28 Ιουλίου ο Στέφανος και ο Μάρκος Beto δέχτηκαν ως judices arbitri να επιλύσουν με προσθεσμία δύο μηνών τις διαφορές ανάμεσα στον Φραγκούλη Mudacio και τον Πέτρο Bono σχετικά με την κληρονομιά της Μαρούλας, κόρης του ποτέ Μαρκουλίνου Mudacio και γυναίκας του Πέτρου Bono.29 Η προθεσμία τους παρατάθηκε από τον Σεπτέμβριο ως τον Δεκέμβριο του 1389, έπειτα ως τον Φεβρουάριο του 1390. Η απόφασή τους δημοσιεύθηκε τελικά στις 16 Σεπτεμβρίου 1390.30

Την ώρα που η εκμετάλλευση του Απάνω Μίχου συνεχιζόταν κανονικά από το 1388, παράλληλα με το φέουδό του στο Πενταμόδι και Κοκκάλι, ο Στέφανος προσέλαβε στις 25 Οκτωβρίου 1389 για το νερόμυλό του στο Πενταμόδι για ένα χρόνο τον μυλωνά Νικόλα de Canali. Ο μηνιαίος μισθός του θα ήταν δύο υπέρπυρα και δύο μουζούρια σιτάρι. Στις 8 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου κιόλας ο Στέφανος άλλαξε το συμβόλαιο και τον προσέλαβε για δύο χρόνια με διαφορετική αμοιβή. Θα του πλήρωνε τον μισθό όχι πια σε χρήμα, αλλά αποκλειστικά σε σιτάρι. Αντί για τα 24 υπέρπυρα συν 24 μουζούρια σιτάρι που θα έπαιρνε ο Νικόλας τον χρόνο, τώρα θα δικαιούνταν 156 μουζούρια σιτάρι τον χρόνο, κάθε τέσσερις μήνες το εν τρίτο.31 Η πληρωμή σε είδος θα συνέφερε περισσότερο τον Σαχλίκη, για τον οποίο στον Χάνδακα το χρήμα ήταν πολύ χρησιμότερο από τα αβέβαια δημητριακά του Πενταμοδίου.

Τον ίδιο χειμώνα, δέκα μέρες πριν από την αλλαγή του συμβολαίου με τον μυλωνά ο Στέφανος παραχώρησε in gonico στον Zanino Spatharo, κάτοικο του χωριού Απάνω Σταυράκι, το αμπέλι με σταφύλια της ποικιλίας Αθήρι στο Κοκκάλι,32 που το είχε παλιά ο μακαρίτης ο πεθερός του, ο Κώστας Αμουργιανός και μετά το θάνατό του η κόρη του η Καλή, η τωρινή γυναίκα του Zanino. Με τη δική της άδεια θα το φροντίζει και κάθε χρόνο κατά τον τρύγο θα παραδίδει στο πατητήρι στον Στέφανο ή τον εκπρόσωπό του το πλήρες εν τρίτο του μούστου και της επικαρπίας από το αμπέλι αυτό.

Από τον Μάρτιο του 1390 αρχίζουν να απασχολούν τον Σαχλίκη τα χρέη και οι πιστωτές του: στις 4 Μαρτίου η επίτροπος της διαθήκης της Αναστασούς εβραίας33 ζητεί να της εξοφλήσει 280 υπέρπυρα, 200 για το παλιό του χρέος του 1383 και 80 για τους τόκους. Στις 10 Μαρτίου το όνομα του Στέφανου εμφανίζεται σ᾽ έναν κατάλογο με 58 ονόματα χρεοφειλετών του ποτέ Τζώρτζη Balbi με χρέος 100 υπέρπυρων, που αντιπροσωπεύει το υψηλότερο ποσό απ᾽ όλους. Δύο μέρες αργότερα ο Στέφανος εισέπραξε από τον ευγενή Πέτρο Bono 100 υπέρπυρα, που ο Στέφανος δεσμεύθηκε να επιστρέψει στον κυρ-Αντώνιο Paulo ως επίτροπο του Νικόλαου Fusculo.34 Στις 14 Μαρτίου 1390 ο υποεισπράκτορας του αποστολικού ταμείου του λατινικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως παρουσίασε στην δουκική καγκελαρία Κρήτης τα ονόματα των χρεοφειλετών από τους οποίους (δεν) είχε κατορθώσει να εισπράξει το χρέος τους (van Gemert 1980, αρ. 9.6). Ο Στέφανος του πλήρωσε 80 υπέρπυρα για το καθυστερημένο ενοίκιο του Απάνω Μίχου του 1389, του δεύτερου έτους του καινούργιου συμβολαίου.35

Για να αντεπεξέλθει στη συσσώρευση των χρεών του που έπρεπε να εξοφλήσει και των άλλων υποχρεώσεών του δανείστηκε τον Απρίλιο 124 υπέρπυρα για έξι μήνες από έναν κάτοικο του Μπούργου36 και την επόμενη μέρα 185 υπέρπυρα από την Καλή Foscolo, εξοφλητέα σε ένα χρόνο.37 Ένα από τα έξοδα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει σχετιζόταν μάλλον με την καθιερωμένη mostra, την επιθεώρηση όπου οι φεουδάρχες παρουσιάζονταν με τα κατάλληλα άλογά τους για να επιδείξουν την στρατιωτική τους ετοιμότητα. Στις 22 Απριλίου ο Στέφανος αγόρασε ένα καινούργιο άλογο από τον Σταμάτιο Quirino.38

Τον Αύγουστο του 1390 προσφέρθηκε ως εγγυητής για τον Δομήνικο de Villanova, που είχε καταδικαστεί σε δίμηνη φυλάκιση. Δεσμεύθηκε να φροντίσει ώστε αυτός ο σεσημασμένος κακοποιός από τα χρόνια 1368–1373 (Santschi, Μ 176, 239, 637) να παρουσιαστεί τον άλλο μήνα.

Το έτος 1391 και η δεύτερη θητεία του κυρ-Στέφανου Σαχλίκη ως δικηγόρου

Ο Στέφανος υποστήριξε την πρώτη υπόθεση της καινούργιας του θητείας μπροστά στον Δούκα και τους δύο Συμβούλους του αμέσως στις 2 Ιανουαρίου 1391. Είναι η αγωγή39 που έγειρε η Νικολέτα, χήρα του Graciadeus de Benedicto, εναντίον των εκτελεστών της διαθήκης του μακαρίτη άντρα της που την έγραψε στις 5 Νοεμβρίου 1390 στη Βενετία.40 Για να υποστηρίζει την υπόθεση ήδη την πρώτη δικἀσιμη του 1391, σημαίνει πως την είχε αναλάβει από το τέλος του 1390. Μήπως είχε αρχίσει η δεύτερη θητεία του Σαχλίκη ως δικηγόρου ήδη από το 1390 και οι περισσότερες προηγούμενες υποθέσεις του εκδικάστηκαν μπροστά σε κατώτερα δικαστήρια; Μάλλον ήταν τόσο σίγουρη η έκβαση της αγωγής (υπόθεση απόδοσης προίκας στη χήρα) που ο δικηγόρος, ακόμα και αν ήταν απροετοίμαστος, θα την κέρδιζε.

Στις 19 Ιανουαρίου41 ως δικηγόρος υποστήριξε τον Αντώνιο Savonario, επίτροπο του ποτέ Ιωάννη Venetando, σχετικά με την υπόθεση της διάθεσης υδάτων στους μύλους του στο χωριό Μεταξά. Αυτή την υπόθεση δεν την κέρδισε. Στις 16 Φεβρουαρίου τελικά του 1391 ο Στέφανος υποστήριξε, και πάλι χωρίς επιτυχία, μια υπόθεση αιώνιου ενοικίου ενός σπιτιού στη Μεγάλη Ρούγα του Χάνδακα.42 Παρόλο που οι πελάτες του ήταν απόγονοι του αρχικού ιδιοκτήτη, αναγκαστικά έπρεπε να αναγνωρίσουν στους απογόνους του αρχικού ενοικιαστή του 1304 το δικαίωμα να μείνουν εκεί.

Ο Στέφανος Σαχλίκης μετά τις τρεις εμφανίσεις στην αρχή του 1391 δεν παρουσιάζεται πια καμία φορά ως δικηγόρος. Τελικά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς μήπως τον έπαψαν, επειδή, σύμφωνα με την εξομολόγηση του ίδιου του αφηγητή, παρέβαινε τους ορισμούς του καταστατικού των δικηγόρων.43 Μια λεπτομερέστερη ανάλυση των 77 υποθέσεων που υποβλήθηκαν το 1391 στη γνώση και την κρίση του Δούκα δείχνει πως μόνο σ᾽ αυτές τις τρεις υποθέσεις οι πελάτες ζήτησαν τη συμπαράσταση δικηγόρου. Σε δύο άλλες (αρ. 1340 και 1341) οι ενδιαφερόμενοι είχαν φέρει δικό τους συνήγορο. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι ίδιοι ή συγγενείς και επίτροποι υποστήριζαν τα συμφέροντά τους.44

Λίγες μόνο άλλες πράξεις αποδεικνύουν πως ο Σαχλίκης βρισκόταν και τον υπόλοιπο χρόνο κάθε τόσο στον Χάνδακα. Στις 23 Μαρτίου αναφέρεται ως πρώτος μάρτυρας σε μια απόδειξη αποδοχής ενός κληροδοτήματος που εισέπραξε ο Μάρκος Beto, όχι πια ως άτομο ή συνάδελφός του και δικηγόρος, αλλά ως λαϊκός προϊστάμενος του μοναστηριού των Ηρεμιτών του Μπούργου Χάνδακος (του San Salvador degli Eremitani). Με την ιδιότητα αυτή, που την είχε από τις 29 Οκτωβρίου 1390, εισέπραξε 110 υπέρπυρα από τους επιτρόπους του ποτέ Φραγκίσκου Bono.45

Στις 13 Ιουλίου το όνομα του Ser Stefano Saclichi βρίσκεται σε έναν μακρύ κατάλογο ατόμων στα οποία κατασχέθηκαν ποσά που χρωστούσαν στον Λατίνο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Στην περίπτωση του Σαχλίκη θα πρόκειται για το ενοίκιο του Απάνω Μίχου του 1390 ή 1391.46

Η τελευταία πράξη του 1391 που βρήκα για τον Στέφανο χρονολογείται στις 19 Δεκεμβρίου 1391 (van Gemert 1980, αρ. 9.2), όταν ο Μάρκος de Anapolim, κάτοικος Ρεθύμνου, τον εξουσιοδοτεί να εντοπίσει τους βιλάνους που ανήκουν στο χωριό Μιξόρουμα.

Δεδομένης της συσσώρευσης των χρεών και δανείων στο πρώτο μισό του 1390, ήρθε η δεύτερη θητεία του ως δικηγόρου, όπως άλλωστε και η πρώτη, την κατάλληλη στιγμή. Με τις αμοιβές του αξιώματός του είχε εξασφαλισμένο για το 1391 ένα σίγουρο εισόδημα. Για το 1392 και μετά που θα έχανε και τα έσοδα από το Απάνω Μίχου θα πρέπει κιόλας να είχε αρχίσει να ανησυχεί.

Τα χρόνια 1392-1403 και ο θάνατος του Στέφανου Σαχλίκη

Απο το 1388, όταν ο Σαχλίκης νοίκιάζε το κτήμα στο χωριό Απάνω Μίχου στον Γεώργιο Βρουλοκοντάρη από το χωριό Βούτες47μόνο για πἐντε χρόνια, ήξερε πως το συμβόλαιο με το Πατριαρχείο για το Απάνω Μίχου θα έληγε μετά το 1392. Από τότε ο Στέφανος έπρεπε να είχε προβλέψει πως το 1392 θα ήταν ο τελευταίος χρόνος της συνεκμετάλλευσης του Απάνω Μίχου με το φέουδό του στο Πενταμόδι και Κοκκάλι. Μετά το 1392 και τη δεύτερη θητεία του ως δικηγόρου έπρεπε να έχει άλλη λύση για τα οικονομικά του, γιατί μόνο από τις δυόμισι σερβενταρίες στο Πενταμόδι-Κοκκάλι δε θα μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του. Ίσως κατά τα χρόνια της απουσίας από τον Χάνδακα (1385-87) να είχε προετοιμάσει τη λύση για αυτό το πρόβλημα.

Η μόνη μνεία που βρήκα μετά το 1392 στα κρητικά αρχεία χρονολογείται στις 24 Ιουλίου 1403, πάνω από δέκα χρόνια αργότερα. Στο έγγραφο πιστοποιείται μ.ά. ο θάνατος τόσο του Στέφανου Σαχλίκη όσο και της γυναίκας του Μαρούλας (van Gemert 1980, αρ. 9.7):

Per magnificum dominum Marcum Faledro
honorabilem ducham Crete et eius consilium
dictum et terminatum est / quod Calli Smir-
neo succetrix bonorum Marule uxoris
quondam Stefani Sachlichi vigore diiudicatus
facti contra bona Stefani Sachlichi /
habeat melius jus et sit pocioris juris
in pecunia extracta de bonis stabilibus
depositata in Camera Crete / ceteris
creditoribus / qui se fecerint scribi
ad stridas / et quod fiat eidem
cedule (!) de eo / quod debet habere
vigore sui diiudicatus in integrum
sine rata / et sic in omnibus aliis
bonis / ubicumque consista(n)t dicta
creditrix / preponatur creditoribus
suprascriptis.

Πρόκειται για δικαστική απόφαση του Δούκα Κρήτης Μάρκου Faledro και του Συμβουλίου του. Με αυτήν αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα της Καλής Σμυρναίου48 ως διαδόχου/κληρονόμου των υπαρχόντων της Μαρούλας, συζύγου του ποτέ Στέφανου Σαχλίκη, ως ανώτερα σε σχέση με όλους τους άλλους πιστωτές που εμφανίστηκαν μετά την επίσημη κοινοποίηση (stridor) της απαλλοτρίωσης του φέουδου του Πενταμοδίου (van Gemert 1980, αρ. 9.7). Στην απόφαση διευκρινίζεται πως τα δικαιώματά της Καλής Σμυρναίου σχετίζονται με την απόδοση της προίκας της γυναίκας του Στέφανου Σαχλίκη στην οικογένειά της (diiudicatus). Η Καλή ως εκπρόσωπος της οικογένειας της Μαρούλας δικαιούται τις προσόδους από την ακίνητη περιουσία του Στέφανου Σαχλίκη που, μετά τον θάνατό του, έχει απαλλοτριωθεί. Το χρηματικό ποσό έχει κατατεθεί στο δημόσιο ταμείο της Κρήτης στον Χάνδακα. Και αν οι πρόσοδοι αυτοί δεν επαρκέσουν για την απόδοση του πλήρους ποσού της προίκας της Μαρούλας, η Καλή Σμυρναίου θα έχει προτεραιότητα απέναντι στους άλλους πιστωτές ακόμα και σε όλα τα άλλα αγαθά, όπου και αν βρίσκονται.

Ως προς το είδος της υπόθεσης είναι μια από τις συχνές δικαστικές αποφάσεις, όπου η οικογένεια του συζύγου εναντιώνεται στην απόδοση ολόκληρης ή μέρους της προίκας της συζύγου στην οικογένειά της.49 Πάγια αρχή των δικαστηρίων της Κρήτης είναι να υπερασπίζεται και να αναγνωρίζει ως ανώτερο το δικαίωμα της χήρας να επιστρέφεται το αντίτιμο της προίκας της στην ίδια, την οικογένεια ή τη διάδοχο/κληρονόμο της. Σε αντίθεση με τις άλλες παρόμοιες δίκες και δικαστικές υποθέσεις που περιλαμβάνονται στο Santschi 1976, η απόφαση της Αυθεντίας της Κρήτης του 1403 δεν περιλαμβάνει ούτε τη διαδικασία ούτε τα επιχειρήματα των δύο μερών, αλλά μόνο τη σύντομη απόφαση υπέρ της Καλής Σμυρναίου. Οι άλλοι εμπλεκόμενοι, που θα ήταν ο κληρονόμος/οι κληρονόμοι του Στέφανου Σαχλίκη, και η ετυμηγορία τους δεν αναφέρονται καν. Το ύφος είναι αγανακτισμένο και αρκετά εχθρικό προς το άλλο μέρος που φαίνεται πως δεν ήταν διατεθειμένο να δεχτεί προηγούμενες αποφάσεις του κρητικού δικαστηρίου. Με την οριστική απόφαση του ανώτερου δικαστηρίου της Κρήτης η Αυθεντία τελεσίδικα (dictum et terminatum est) βεβαιώνει πως η Καλή Σμυρναίου ως διάδοχος της Μαρούλας έχει ανώτερα δικαιώματα απ᾽ όσο οι άλλοι, ακόμα και από τον γιο του Στέφανου και της Μαρούλας. Και τα δικαιώματά της στο αντίτιμο της προίκας της Μαρούλας εκτείνονται όχι μόνο στα ακίνητα της Κρήτης, αλλά και στα άλλα αγαθά του όπου και αν βρίσκονται. Η απόφαση σαφώς υπονοεί πως και τα περιουσιακά στοιχεία του ζεύγους Σαχλίκη εκτός Κρήτης (στην Κέρκυρα;) δεν εξαιρούνται.50

Η προίκα της Μαρούλας πρέπει να ήταν υπολογίσιμη. Η αξία της θεωρούνταν τόσο μεγάλη που ίσως να υπερέβαινε το ποσό που θα απέφερε κατά τον δημόσιο πλειστηριασμό η πώληση των δυόμισι σερβενταριών στο Πενταμόδι.51 Δεν αποκλείεται ο γάμος του με τη Μαρούλα και το ποσό της προίκας να έδωσαν στον Στέφανο τη δυνατότητα το 1356-57, μετά την πτώχευση και την αναγκαστική πώληση των υπόλοιπων φέουδων και των αντίστοιχων ακινήτων στον Χάνδακα και τον Μπούργο, να ορθοποδήσει και να συνεχίσει τη ζωή του φεουδάρχη και μέλους του Μείζονος Συμβουλίου. Από τη στιμγή που δεν ξέρουμε ούτε το επώνυμο της Μαρούλας παρά μόνο την αδιευκρίνιστη σχέση με την Καλή Σμυρναίου, σύζυγο μάλλον του Ιωάννη Σμυρναίου, μέλους μιας ντόπιας κρητικἠς οικογένειας χειρωνακτών και θαλασσινών, αναρωτιέται κανείς μήπως ο Στέφανος διάλεξε τη γυναίκα του με κύριο κριτήριο τον πλούτο και την προίκα της και όχι τους τίτλους ευγενείας.

Με βάση το έγγραφο μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο Στέφανος Σαχλίκης πέθανε πριν από τη γυναίκα του. Η Μαρούλα, που αποκαλείται σύζυγος του μακαρίτη Στέφανου Σαχλίκη, ως χήρα δεν πρόλαβε να βγάλει το πιστοποιητικό απόδοσης της προίκας της (diiudicatus), η οποία δεσμευόταν από τα αγαθά του μακαρίτη άντρα της. Αυτό μπορεί να σημαίνει πως η ίδια πέθανε αρκετά σύντομα μετά τον άντρα της. Δεν αποκλείεται όμως και η δυνατότητα, εκεί που βρισκόταν, να μην της ήταν εύκολο να βρεί τρόπο να επικοινωνήσει με τον δικό της συμβολαιογράφο ή το νοταριακό αρχείο του Χάνδακα όπου καταθέτονταν τα αρχεία των συμβολαιογράφων που είχαν πεθάνει. Αυτό θα καθυστερούσε την αίτησή της ένα χρονικό διάστημα, ίσως και έναν χρόνο. Πριν εκδοθεί το πιστοποιητικό πέθανε και η ίδια και άφησε πίσω της στον Χάνδακα την Καλή Σμυρναίου ως διάδοχο. Θα έχουν περάσει ίσως και ένα-δύο χρόνια πριν δημοσιευθεί τον Μάιο του 1403 η οριστική απόφαση της διένεξης.

Ο Στέφανος Σαχλίκης, όπως και η γυναίκα του, θα πέθανε μάλλον στα πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα, πιθανότατα και οι δύο στην Κέρκυρα. Την υπόθεση της προσωρινής ή μόνιμης εγκατάστασης του ίδιου με τη γυναίκα του κοντά στο γιο τους τον Ιωάννη στην Κέρκυρα είναι αδύνατο να την επιβεβαιώσουμε. Νοταριακό υλικό για τα πρώτα 75 χρόνια της βενετικής διοίκησης της Κέρκυρας είναι εξαιρετικά σπάνιο.

Πάντως το κοινό πρότυπο και των τριών χειρογράφων δεν πρέπει να γράφτηκε στην Κέρκυρα. Επτανησιακά ιδιωματικά στοιχεία δεν έχουν ως τώρα επισημανθεί σε κάνενα από τα τρία σημερινά χειρόγραφα. Δύο από αυτά υποδεικνύουν περισσότερο κάποια σχέση με το τάγμα των Ιωαννιτών και τη Ρόδο. Αν το ποιητικό έργο του Στέφανου Σαχλίκη κυκλοφορούσε γύρω στα 1500-1520 ακόμα στην Κρήτη ή στη Ρόδο, σημαίνει πως ο υπαρχέτυπος, το πρότυπο των σημερινών χειρογράφων του, συντέθηκε στην Κρήτη, πριν αποφασίσει ο ίδιος ο ποιητής να εγκαταλείψει το νησί.


  1. Μήπως πρέπει να γράψουμε ‘αμή ᾽ν᾽ δια όφελός της’; Ο στίχος άλλωστε είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα των ‘μονόστιχων’, που διακόπτουν στην Αφήγηση συχνά την κανονική ροή των ομοιοκατάληκτων διστίχων. Ο κριτικός μελετητής αναρωτιέται συχνά αν είναι λειτουργικός ο στίχος ή αν αποτελεί μια αδέξια προσπάθεια ενός τραγουδιστή/διασκευαστή να συμπληρώσει το προηγούμενο δίστιχο ή στίχο. Με τη μορφή που παραδόθηκε ο στίχος στο Ν (ουδέν ένι δια βλάβης της ψυχής, αμή διά όφελόν σου) ενισχύονται οι υπόνοιες για τη μη γνησιότητα του στίχου. 

  2. Ο τελευταίος γραφέας μάλιστα, που δημιούργησε τους μεταβατικούς στίχους 386-87, αποσιωπά ή καλύτερα αγνοεί εντελώς το θέμα της Μοίρας και το ότι το ποίημα γράφτηκε για κοινό αναγνωστών και όχι για ακροατές. 

  3. Βλ. van Gemert 1980, 74 και υποσημ. 183. 

  4. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη σταδιοδρομία του στον ελληνικό χώρο: ήταν ένας από τους πέντε ειδικούς provveditori που είχαν σταλεί στην Κρήτη για την καταστολή της Αποστασίας του Αγίου Τίτου και την ειρήνευση του νησιού (Thiriet, Assemblées II, 771 κ.ε., 12.02.1365), στη συνέχεια έμεινε στην Κρήτη και έγινε ο πρώτος Δούκας Κρήτης μετά την Αποστασία (1366-1369), καπετάνιος του Αιγαίου (Capitaneus Gulphi) το 1374 (Thiriet, Sénat I, 541 κ.ε.), το 1380 ένας από τους Ρέκτορες Τενέδου (αρ. 600) και από το 1381 ως το 1383 για δεύτερη φορά Δούκας Κρήτης. 

  5. Thiriet, Assemblées II, 818, 20.03.1373. 

  6. Thiriet Assemblées II, 837, 03.10.1381. Η πρόταση διορισμού επαφίεται στους εξής εκλέκτορες: σε πέντε συμβούλους και τρία μέλη της Quaranta. 

  7. Thiriet Sénat I, αρ. 410, 08.06.1363. Η διάρκεια του οφικίου δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο χρόνια. 

  8. van Gemert 1980, 84-85, αρ. 3.1 και σχόλια. 

  9. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνουν πως και αυτό το αξίωμα δεν ήταν μόνιμο, όπως υποθέτουν άλλοι μελετητές, αλλά για μια συγκεκριμένη περίοδο. 

  10. Ο Σαχλίκης μαρτυρείται στις τελευταίες μέρες του Νοεμβρίου 1382 σε νοταριακές πράξεις. Στις 28 Νοεμβρίου χρονολογείται μια εξουσιοδότηση σ᾽ αυτόν και τον Φίλιππο Cornario του ποτέ Αντρέα από κάποιον Ματθαίο Καλλέργη (Notai 12, c. 152v) και τρεις μέρες αργότερα υπογράφει ως μάρτυρας στον ίδιο συμβολαιογράφο (c. 153r). 

  11. Notai 12, c. 160v-161r. Στις 24 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου πούλησε στον Μαφέο Fradhelo μια σκλάβα Τατάρα ονόματι Herini/Ειρήνη. Πεντέμισι χρόνια αργότερα ο Fradhelo τού την πούλησε με την υψηλή τιμή των 110 υπ. Βλ. Notai 11, c. 549r, 4 Απριλίου 1389. Γις τις περίεργες αγοραπωλησίες του 1389, βλ. παρακάτω. 

  12. van Gemert 1980, 108, αρ. 8.2. 

  13. Βλ. την περίληψη στο Santschi 1976, 240, αρ. Μ 1110 και την έκδοση στο van Gemert 1980, αρ. 8.1, 26.02.1383 (από το αρχείο Duca di Candia, 29bis, quat. 19/2, cc. 25v–27r). Σε αντίθεση με όσα υπέθεσα παλιότερα μόνο το ποσό των 2 υπέρπυρων θα μπορούσε να θεωρηθεί ‘άτυπη’ πρόσθετη πληρωμή για τις εργασίες του Στέφανου Σαχλίκη ως δικηγόρου της Αγνής Geno, χήρας του Μάρκου Geno και κόρης του Μιχαήλ Falier. 

  14. Βλ. την παραπομπή στην πράξη αυτή στο Notai di Candia 24, φ. 87r, 04.03.1390. 

  15. Santschi 1976, 243, αρ. Μ 1123, 04.06.1383. 

  16. Βλ. Santschi 1976, 260-61, αρ. 1188, 21.11.1387. 

  17. Βλ. Arnold van Gemert-Γιάννης Μαυρομάτης, «Η Βουλή των πολιτικών και η (χειρόγραφη) παράδοσή του. Ταξίδια στον χώρο και τον χρόνο», στο: Πεπραγμένα του 12ου Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο, 21-25 Σεπτεμβρίου 2016), τμήμα Β´ (Βυζαντινών και μέσων χρόνων), Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο, 1-8. (https://12iccs.proceedings.gr/el/proceedings/category/38/33/879) 

  18. Βλ. Μανούσακας 1995, 22-29 και Santschi 1976, αρ. Μ 1187 (12.11.1387), Μ 1487 (14.01.1394), Μ 1579 (04.06.1394), Μ 1597 (30.07.1394), Μ 1824 (06.11.1399), Μ 1846 (16.12.1399). 

  19. Notai di Candia 11, 526v, 05.02.1388. Συμβόλαιο ανάμεσα στον Γεώργιο Βρουλοκοντάρη, κάτοικο του χωριού Βούτες, με εγγυητή τον αδερφό του Γιακωμά, και τον Στέφανο Σαχλίκη. 

  20. Notai di Candia 11, 531v, 17.05.1388. Εξουσιοδότηση του Στέφανου Σαχλίκη και του καλόγερου Γιαννά Crisilio από τρεις κατοίκους του Μπούργου Χάνδακος. 

  21. Thiriet, Romanie, 386-88 και 395-400. 

  22. Eugène Rizo Rangabé, Livre d’or de la noblesse ionienne, I Corfou, Maison d’ Éditions “Eletfheroudakis”, Αθήνα 1925, 211-215, αρ. 18. Οι αρχοντικές οικογένειες που πραγματεύεται ο Ρίζος Ραγκαβής είναι μόνο 24. Με λίγες εξαιρέσεις τα στοιχεία όλων των οικογενειών πριν από to 1537 ή 1572 είναι άκρως υποθετικά και δε βασίζονται σε σοβαρές ιστορικές πηγές. 

  23. Βλ. Rangabé 1925, 102-03. 

  24. Βλ. την ενότητα Ο γάμος του Στέφανου Σαχλίκη. 

  25. Για τη χειραφέτηση, βλ. McKee 1995, 30 κ.ε. 

  26. Βλ. παρακάτω τα σχετικά με την απόδοση της προίκας της Μαρούλας, χήρας του Στέφανου Σαχλίκη, στην οικογένειά της. 

  27. Notai di Candia 11, c. 549r, 04.04.1389. 

  28. Notai di Candia 24, c. 13v, 07.07.1389, και c. 78r, 04.02.1390. 

  29. Notai di Candia 24, c. 74r, 24.01.1390. 

  30. Notai di Candia 24, c. 17v και 133v. 

  31. Notai di Candia 24, c. 13v, 25.10.1389 και c. 79r, 08.02.1390. Ο Νικόλας θα είναι υπεύθυνος για τα έξοδα συντήρησης με εξαίρεση τον τροχό, που αν καταστραφεί θα τον αντικαταστήσει ο Στέφανος με δικά του έξοδα. 

  32. Notai di Candia 24, c. 13v, 07.07.1389. 

  33. Notai di Candia 24, c. 87r, 04.03.1390. 

  34. Duca di Candia, 11, fr. 11, c. 26r. 

  35. Στις 13 Ιουλίου 1391 ο υποεισπράκτορας του ταμείου του λατινικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Κρήτη κατέσχεσε στα χέρια του Στέφανου Σαχλίκη άλλη μια φορά 80 υπέρπυρα (van Gemert, αρ. 9.6). Θα πρόκειται για το ενοίκιο του 1389 ή 1390. Μετά την παράταση του συμβολαίου του με άλλα πέντε χρόνια το ετήσιο ενοίκιο αυξήθηκε από 75 σε 80 υπέρπυρα. 

  36. Notai di Candia 24, c. 105r, 19 Απριλίου 1390. 

  37. Notai di Candia 24, c. 105v, 20 Απριλίου 1390. 

  38. Notai di Candia 24, c. 106v, 22 Απριλίου 1390. 

  39. Santschi 1976, αρ. Μ 1332. Στη σχετική περίληψη το επώνυμο του συζύγου της αποδίδεται λανθασμένα ως de Lando. 

  40. Η διαθήκη σώζεται στο ASV, Canc. Inf., φάκ. 208. 

  41. Santschi 1976, αρ. Μ 1341. 

  42. Santschi 1976, αρ. Μ 1380. 

  43. Καταδίκες αξιωματούχων μαρτυρούνται βέβαια, αλλά μόνο για ανώτερους αξιωματούχους και για χρηματικές και διοικητικές ατασθαλίες. Στις 21 Οκτωβρίου 1403 οι αρχές της Κρήτης έλαβαν έναν κατάλογο πρώην αξιωματούχων Κρήτης που οι Syndici partium Romanie είχαν καταδικάσει σε χρηματικά πρόστιμα για παρακράτηση χρημάτων (Duca di Candia 1, quat. 3, c.5v-6v). Αναφέρονται δέκα πρώην Advocatores communis, Iudices proprii και Castelani. Στα φφ. 34r-35v επαναλαμβάνονται τα ίδια ονόματα (16.08.1404). 

  44. Santschi 1976, αρ. Μ 1331-33, 1335-36, 1338-87, 1389-1411. Αν κρίνουμε από αυτές τις λίγες υποθέσεις και το ότι τις περισσότερες φορές τα συμβαλλόμενα μέρη δεν χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του δημόσιου δικηγόρου, το αξίωμα δε φαίνεται και πολύ κερδοφόρο. 

  45. Notai di Candia 24, c. 174v, 23.03.1391. 

  46. Duca di Candia 11, framm., s.n.(verso). 

  47. Βλ. Notai di Candia 11, c. 526v, 5.2.1388. 

  48. Η οικογενειακή σχέση της Καλής Σμυρναίου με την Μαρούλα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βάση αυτό το έγγραφο. Μπορεί να ήταν αδερφή της. Αλλά δεν ξέρουμε ούτε της μιάς ούτε της άλλης το επώνυμο. Για την οικογένεια Σμυρναίου, βλ. van Gemert 1980, αρ. 9.7 και σχόλια. Ο άντρας της Καλής, Ιωάννης Σμυρναίος, είχε ήδη πεθάνει τον Σεπτέμβριο του 1406. Σώζεται κάποιο πληρεξούσιο στον Ιωάννη Σμυρναίο της 7 Αυγούστου 1383 (Notai di Candia 12, c. 180v). Άλλος Ιωάννης Σμυρναίος είναι ο μακαρίτης πατέρας του Πέτρου Σμυρναίου από το χωριό Γιοφυράκια (Notai di Candia 144, c. 105v, 2 Μαρτίου 1371). Ο Μαρίνος Σμυρναίος κατά τα χρόνια 1368 – 1370 μαρτυρείται ως καπετάνιος ενός μικρού εμπορικού πλοίου (grippa) που μεταφέρει εκείνη την περίοδο, όπως πολλοί άλλοι ναυτικοί, Τατάρες σκλάβες από τη Μικρά Ασία (Duca di Candia 11, framm. 9, c. 73v, 15 Μαΐου 1368 και 78v, 9 Ιουνίου 1368). Ο ίδιος απαντά και αργότερα πιο συχνά ως καπετάνιος (Notai di Candia 13, c. 9v, 40r-v, 19-20 Αυγούστου 1370, κλπ.). Στον ίδιο φάκελο απαντούν και η Μαρία Σμυρναίου (111v), ο Κώστας (120r και φάκ. 11, 251v), και στις 24 Μαρτίου 1371 η Αννίζα Σμυρνεάδαινα και ο Γιάννης Σμυρναίος, βυρσοδέψης, κάτοικοι Μπούργου (251v, 24 Μαρτίου 1371). Όλα τα μέλη ανήκουν σε χειρωνακτικούς και ναυτικούς κύκλους. Δεν παραξενεύει η παρουσία μιας Σμυρνιάδαινας, που εμφανίζεται παρέα με την Παραβάραινα και τη Λαμπίταινα (Βουλή των πολιτικών, στ. 97), στην ιδρυτική συνέλευση της αδελφότητας των πολιτικών του Χάνδακα. 

  49. Βλ. Santschi 1976, index rerum, λ. Diiudicatus. 

  50. Πρβ. την υπόθεση της 2 Ιανουαρίου 1391, όπου ο Σαχλίκης ως δικηγόρος υποστηρίζει μια κάτοικο του Χάνδακα εναντίον των επιτρόπων του συζύγου της που πέθανε εκτός Κρήτης (Santschi 1976, αρ. Μ 1332). 

  51. Δοκίμασα να υπολογίσω την αντικειμενική αξία των δυόμισι σερβενταριών του Πενταμοδίου με βάση το υλικό που προσφέρει ο Γάσπαρης 1997 στη μονογραφία του. Στο έγγραφο 2.1 (Παράρτημα, 312-15) ορίζεται πως το 1389 μισή σερβενταρία και τέσσερα καράτια στο χωριό Σταυράκια, κοντά στο Πενταμόδι, έχει ως ετήσια έσοδα 270 υπέρπυρα. Ο Γάσπαρης, 201 θεωρεί το ποσό πολύ υψηλό. Αν το έδαφος στο Πενταμόδι ήταν το ίδιο, ο Σαχλίκης θα είχε ± 1.000 υπέρπυρα ως έσοδα. Η τιμή πώλησης ή αγοράς θα ήταν, υποθέτω, κατά προσέγγιση το πενταπλάσιο (για πολύ υψηλότερη σχέση ανάμεσα σε ετήσια έσοδα και αξία ακινήτου, βλ. Thiriet 1959, 273). Πέντε χιλιάδες υπέρπυρα ως προίκα θα ήταν υπερβολικά μεγάλη για μια οικογένεια που δεν ανήκε στην ανώτερη αριστοκρατία του Χάνδακα. Χαμηλότερη τιμή δίνει μια απόφαση του Δούκα Κρήτης Μάρκου Faledro της 12 Αυγούστου 1403, σύγχρονη με την απόφαση προτεραιότητας της Καλής Σμυρναίου (Χ. Γάσπαρης, Catastici feudorum Crete. Catasticum sexterii Dorsoduri 1227-1418, [Εθνικό ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Πηγές 6], τόμος Β´, Αθήνα 2004, 446-47, αρ. 838). Η αξία μιας σερβενταρίας στο Avracota εκτιμάται ως 1.100 υπέρπυρα. Οι δυόμισι σερβενταρίες του Σαχλίκη θα άξιζαν περίπου 2.500 υπέρπυρα, και πάλι πράγματι ένα υπολογίσιμο ποσό για προίκα. Για το ύψος της στις διάφορες τάξεις της κρητικής κοινωνίας κατα τον 14ο αι., βλ. McKee, Households, 40-43. Μόνο κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα οι προίκες σε ελίτ οικογένειες πλησιάζουν πιο συχνά στο ύψος των 2.500 υπέρπυρων.