Τα πολλά χρόνια της παραμόνης του Σαχλίκη στο Πενταμόδι
Ο ποιητικός Σαχλίκης
Από την εγκατάσταση στο χωριό ως την τελική επιστροφή στον Χάνδακα (στ. 103-54 και 240-47)
Μετά την αποφυλάκιση (στ. 103) η Τύχη δοκίμασε με ορθολογικά επιχειρήματα να πείσει τον αφηγητή να φύγει από την πόλη με τους πειρασμούς της: να κόψει την πολυέξοδη ζωή, να νοικοκυρευθεί, να κάνει οικονομίες, για να έχει τα οικονομικά μέσα, αν μελλοντικά θα πρέπει να ξοδεύει (στ. 109-12). Έτσι η Τύχη του τον γέλασε και τον πήγε από τον Χάνδακα στο χωριό (στ. 113-14). Αφού εγκαταστάθηκε εκεί, η Τύχη του δεν τον δίδαξε να γίνει βοσκός ή γεωργός,1 αλλά τον έκανε κυνηγό, όχι με γεράκι, αλλά με σκύλο (115-18).2
Στη μεγάλη ενότητα των στ. 119-38, ο αφηγητής Σαχλίκης αντιπαραθέτει την άφθονη αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή των συγχωριανών του με την δική του άκαρπη απασχόληση με το κυνήγι και τα σκυλιά, μια σύγκριση που τον άφησε στο τέλος μουδιασμένο.
Βλέποντας αυτή την πλούσια παραγωγή σκέφτηκε να ασχοληθεί και ο ίδιος με τη γεωργία (στ. 139-40). Το φθνόπωρο όργωνε, το χειμώνα ασχολούνταν με τα σκυλιά (στ. 141-42).3 Με τα έσοδα από τις εντριτίες και τους μύλους, τάγιζε τα κυνηγόσκυλα. Αυτά όλο έτρωγαν ώστε φαλίρισε εντελώς (στ.143-46). Έτσι συνέχισε χρόνια και ζαμάνια και δεν του περίσσεψαν παρά μόνο βάσανα και πόνοι (στ. 147-48). Όταν πέρασαν τα χρόνια και είδε καλά την κατάσταση, του είπε πάλι η Τύχη του: αφού με όλους τους κόπους σου δεν κερδίζεις, αλλά ζημιώνεσαι, μεγαλώνεις μόνο τη φτώχεια σου. Τι σε ωφελούν οι λαγοί, οι σκύλοι και τα κυνηγόσκυλα, που είναι η μόνη σου παρέα (στ. 149-54); Τί διασκέδαση περιμένεις να βρεις σ᾽ αυτά τα χωριά; Γύρισε πίσω στον Χάνδακα, πάρε κανένα δημόσιο αξίωμα που θα σε τιμήσει κιόλας, αν φερθείς καλά (στ. 240-45). Πίστεψε πως η Τύχη του του έδειξε σωστό δρόμο, να επιστρέψει, να πάρει αξίωμα στον Χάνδακα και να κόψει το κυνήγι (στ. 246-47).
Με την τελευταία λέξη της ενότητας, ‘κυνήγι’, ο αφηγητής αποδίδει την ουσία της διαμονής του στο χωριό, το κυνήγι. Όλο το χωρίο, από την αρχή ως το τέλος, πραγματεύεται αποκλειστικά τη δική του αφοσίωση στο κυνήγι, πώς κυνηγούσε καβάλα στο άλογό του και με συντροφιά τα κυνηγόσκυλά του. Η μόνη εξαίρεση είναι οι τέσσερις στίχοι (139-42), όπου ο Σαχλίκης εμφανίζεται μετανιωμένος και έγινε αγρότης, όπως και οι άλλοι. Όργωνε το φθινόπωρο, το χειμώνα κυνηγούσε.
Ενώ ο αφηγητής δε διευκρίνισε την διάρκεια της προηγούμενης περιόδου της ζωής του, τα 25 χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στον Μαύρο Θάνατο και την απόφαση να εγκαταλείψει τον Χάνδακα και να αποσυρθεί στο χωριό, στην παραμονή στο χωριὀ αναφέρεται δυο φορές, με γενικό βέβαια προσδιορισμό του χρόνου, την πολύ μεγάλη διάρκεια της (στ. 147 και 149).
Οι χωριανοί, οι ασχολίες τους και τα προϊόντα τους
Στους στίχους 119-38, όπου ο αφηγητής αντιπαραθέτει τους καρπούς των ασχολιών των χωρικών και τα άδεια χέρια του αφηγητή, που οφείλονται στην αποκλειστική ενασχόλησή του με το κυνήγι, δίνει μια κατατοπιστική εικόνα του είδους των προϊόντων και εργασιών των κατοίκων του χωριού του:
Δεν ήτον εις το σπίτι μου βοδιού ή προβάτου τρίχα,
ουδέ μητάτον έκαμα, αλλὰ ουδὲ αλώνιν είχα 120
κι εγώ σκύλους ελήτευγα κι έσυρνα τα ζαγάρια.
Όλοι εκατευοδώνασιν τα λούρα και τα υνία
κι εγώ εις τα όρη εγύριζα κι εις τα ψηλά βουνία.
Όλοι εκουρεύαν πρόβατα κι εγώ εδικούς μου σκύλους, 125
όλοι είχαν τυρομύζηθρα κι ἐγώ είχα μαύρους ψύλλους.
Όλοι από τ᾽ αλώνια τους σωρούς τούς εγεμὠναν
κι εμὲν ως δια τους σκύλους μου μόνον συχνοζυμώναν.
Άλλοι είχαν βρομοκρίθαρον, λινάρια και μπαμπάκια,
κι εγώ είχα σκυλολόγια, ᾽λητάρια και μανάκια, 130
[αμή λαγούς εγύρευα ταχιά ταχιά εις τα οράκια.
και εις τ᾽ αγρίμια και λαγούς ήθελα να γυρίζω.]4
Ουδὲν εγέμιζα σωρούς κριθάριν και σιτάριν,
ουδε πιθάρια, ουδέ βουτσιά να γέμουσιν το οινάριν,
αμή όταν εσοδιάζασιν οι άλλοι το σιτάριν, 135
κουκιά και βρομοκρίθαρα και το καλον λινάριν,
εγώ έστεκα κι εθεώρουν τους σαν απομουδιασμένος
…
Το χωριό το ήξερε ο Σαχλίκης από προηγούμενες επισκέψεις, όταν πήγαινε εκεί τα καλοκαίρια με τον πατέρα και την αδερφή του, για να αποφύγουν τη ζέστη και τη δυσωδία της πόλης. Ήταν μάλλον ημιορεινό (βλ. στ. 124, ‘όρη’, ‘βουνία’, 131, ‘οράκια’) και ως εκ τούτου όχι πολύ κοντά στο Χάνδακα. Ήταν καθαρά αγροτικό χωριό. Οι χωρικοί ασχολούνταν όλοι με τη γεωργία, την αμπελουργία και κηπουρική και την κτηνοτροφία. Υπήρχαν επαγγελματίες βοσκοί με γίδια και πρόβατα (στ. 119-20, 125-26), που τους τροφοδοτούσαν με τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το μαλλί και το κρεας, ενώ αρκετές οικογένειες θα είχαν, εκτός από το βόδι για το όργωμα και το γαϊδούρι για τις μεταφορές, και μερικές αγελάδες ή γουρούνια (στ. 119). Οι αγρότες όργωναν τα χωράφια τους (στ. 122), όπου καλλιεργούσαν διάφορα είδη δημητριακών (στ. 129, 136 ‘βρομοκρίθαρον’, 133 ‘κριθάριν και σιτάριν’, 135 ‘σιτάριν’) και τα αλώνιζαν (στ. 120, 127), αλλά και όσπρια (στ. 136 ‘κουκιά’). Εκτός απ᾽ αυτά παρήγαν και πιο εκλεκτά προϊόντα (στ. 129 ‘λινάρια και βαμβάκια’, 136 ‘το καλόν λινάριν’). Τελικά οι χωρικοί είχαν και τα αμπέλια τους με τα απαραίτητα πατητήρια, όπου γέμιζαν μετά τον τρύγο τα μεγάλα βουτσιά και τα πιθάρια τους (στ. 134). Το μεγαλύτερος μέρος από την ετήσια σοδειά προοριζόταν για τοπική κατανάλωση. Με αυτά εξασφάλιζαν την αυτάρκεια του χωριού.
Η παρεμβολή5 για τα ήθη και έθιμα των χωρικών (στ. 155-225)
Η καθημερινή του ζωή ανάμεσα στους χωρικούς (στ. 155-62) σε αντίθεση με τη δική τους (στ. 163-70)
Οι στίχοι υπογραμμίζουν την αντίθεση ανάμεσα στο δικό του καθημερινό πρόγραμμα και τον τρόπο ζωής των χωρικών.
Από το πρωί καβάλα στο άλογό σου κυνηγάς λαγούς στα χωράφια ή στα βουνά. Άρχοντα ή μυαλωμένο άνθρωπο δε βλέπεις για να ανταλλάξεις μιά σοβαρή κουβέντα (155-59). Χωριάτες με διαφορετικά συμφέροντα όπως είναι, δεν έχουν μάθει να λειτουργούν ως ομάδα (160-62).Πολύ νωρίς πηγαίνουν στα χωράφια, τρώνε εκεί και γυρίζουν το βράδυ τσουρουφλισμένοι από τη δουλειά. Και το βράδυ η μόνη κουβέντα που έχουν είναι μέσα στο κελί τους με τη γυναίκα τους (163-70).
Στα επαγγέλματα ο Σαχλίκης διακρίνει αμέσως τις δύο βασικές ομάδες, από τη μια τους γεωργούς και αμπελουργούς (‘ζευγάδες, σκάπτες’) και από την άλλη τους βοσκούς, τους ημινομαδικούς βοσκούς με τα γίδια και τα πρόβατα (‘βοσκοί’) και τους άλλους κτηνοτρόφους (‘αγελαδοί, βουκόλοι και χοιροβοσκοί’).6
Οι διασκεδάσεις τους (171-225)
Κατά τις γιορτές, όταν μαζεύονται στην ταβέρνα, το ντύσιμο των χωρικών και η υπόδηση είναι άθλια (171-76). Πίνουν κρασί ακράτο, κατευθείαν από το βαρέλι, και όταν έρχονται στο κέφι, χορεύουν και τραγουδούν, πίνουν και τραγουδούν. Όταν μεθύσουν, αρχίζουν τις διάφορες ιστορίες, φωνάζουν χωρίς να ακούει ο ένας τον άλλον (191-206). Στο τέλος τσακώνονται άγρια μεταξύ τους με ματσούκες, ακόμα και με μαχαίρια, πληγώνονται και σκοτώνονται και θύμα συνήθως είναι ο λιγότερο δυνατός (207-22). Και αν τους ρωτήσει κανείς γιατί μάλωναν, θα απορήσει. Αφορμή δεν είχαν (223-25).
Όλη η αφήγηση για τις διασκεδάσεις των χωρικών κατά τις γιορτές και τα πανηγύρια φανερώνει πως ο αφηγητής δε συμμετέχει στα γλέντια τους. Μένει απέξω σαν ξένος παρατηρητής.
Περίληψη (226-39)
Τέτοιες είναι οι παρέες των χωριατών και οι συνήθειές τους (226). Πίνουν, μεθάνε – ο παπάς και ο κουράτορας δεν εξαιρούνται -, μαζεύονται στο λιβάδι, παλεύουν, τραγουδούν, παίζουν κλοτσιές και μαλλιοτραβιούνται. Και τραγουδοκραυγάζουν σαν τις χήνες.
Στις παρεμβολές ολοκληρώνεται η περιγραφή του κόσμου του χωριού με τον παπά (και την εκκλησία) και τον ταβερνιάρη με την ταβέρνα του. Ο οικονομικός διαχειριστής (‘κουράτορας’), που εκπροσωπεί τον ξένο φεουδάρχη, είναι και αυτός χωριανός, όπως ο παπάς, που ζει από τα έσοδά του και δικά του χωράφια ή αμπέλια. Ξένοι, μη χωριανοί και εκπρόσωποι του βενετικού δημοσίου είναι τα διάφορα πρόσωπα που φιγουράρουν στα παράπονα των χωρικών (στ. 193-20), ο ‘τιμωτής’, ο ‘καστελάνος’, και ο ‘ριβάρης’.
Ο ιστορικός Στέφανος Σαχλίκης
Το ταξίδι στο Πενταμόδι
Το ανώνυμο χωριό που περιγράφει ο ποιητής απέκτησε, χάρη στα σωζόμενα έγγραφα, όνομα. Πρόκειται για το ημιορεινό χωριό Πενταμόδι, όπου ο Στέφανος Σαχλίκης κατείχε δυόμισι από τις έξι σερβενταρίες και ήταν επομένως ο κυριότερος φεουδάρχης. Το Πενταμόδι βρίσκεται σε υψόμετρο 330 μέτρα, τώρα ούτε 20 χμ. έξω από το Ηράκλειο. Με τα δεδομένα της εποχής και το όχι τόσο πυκνοχαραγμένο και καλοστρωμἐνο οδικό δίκτυο, το ταξίδι σε συχνά δύσβατους δρόμους και μονοπάτια, με ανηφόρες και κατηφόρες, σε μια ύπαιθρο ταλαιπωρημένη ακόμα από τις σχετικά πρόσφατες εχθροπραξίες της Αποστασίας του Αγίου Τίτου, ήταν ολόκληρη επιχείρηση, και αυτό χωρίς πολλές ανέσεις στον δρόμο σε ταβέρνες ή χάνια. Το πολύωρο ταξίδι δεν είχε τον χαρακτήρα του συνηθισμένου ταξιδιού στο χωριό στην αρχή του καλοκαιριού, για αποφυγή της ζέστης, και σίγουρα όχι την λάμψη και τη γιορτινή ατμόσφαιρα του 17ου αιώνα (βλ. Papadopoli 2012, φ. 72v-75v).
Σε αντίθεση με ό,τι λέγει ο αφηγητής, ο Στέφανος δεν ταξίδεψε μόνος του. Όπως υποστήριξα στην προηγούμενη ενότητα (1348-1373) και όπως υπαινίσσεται και η Τύχη του στην τελική προτροπή (στ. 241, λ. συνεπαρτός),7 είχε μαζί του την εκτεταμένη οικογένεια του, τη γυναίκα του και μάλλον και ένα ή περισσότερα παιδιά, και αναμφίβολα και το απαραίτητο υπηρετικό προσωπικό. Με τόσα άτομα η διαδρομή πρέπει να κρατούσε τουλάχιστον πέντε ώρες. Πρέπει να ήταν μεγάλη πομπή με τα χρειαζούμενα για μόνιμη εγκατάσταση ένος νοικοκυριού. Ο Σαχλίκης χρειαζόταν άλογο για τον εαυτό του (και τον γιο του) και μουλάρια για τη γυναίκα του και κάρα (με βόδια;) για τις αποσκευές και οικοσκευή και ίσως και γαϊδούρια για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, υπηρέτ(ρι)ες και σκλάβους.
Πλεονεκτήματα της διαμονής στο Πενταμόδι:
Ουσιαστικά η φυγή από το Χάνδακα ήταν αναπόφευκτη. Τα ακίνητα στον Χάνδακα τα είχε πουλήσει προ πολλού. Στο εμπόριο δεν είχε καμιά πείρα. Άπειρος έμπορος δε θα μπορούσε να πάρει μεγάλο ρίσκο. Θα μπορούσε να αναλάβει μόνο εμπορεύματα χωρίς μεγάλο ρίσκο και επομένως χωρίς μεγάλο κέρδος, όπως π.χ. εισαγωγές υφάσματος ή λαδιού, στην αρχή μικρές μόνο ποσότητες. Και για να είναι ασφαλής, με κάποιον καλό του φίλο ή συγγενή ως εγγυητή. Άλλα έσοδα δεν είχε εξασφαλισμένα παρά μόνο ό,τι του παρείχε το φέουδό του στο Πενταμόδι. Και αυτά τα πλήρωναν οι χωρικοί σε είδος, σε σιτάρι, κρασί, τυρί και ό,τι του αναλογούσε. Απ᾽ αυτά δεν θα μπορούσε να ζήσει στην πόλη.
Η ζωή στο χωριό θα ήταν σχετικά ανέξοδη. Θα ζούσε σε δικό του σπίτι. Αυτός και οι δικοί του θα ζούσαν απο τα έσοδα των κτημάτων του και τα κανίσκια που του πρόσφεραν υποχρεωτικά οι βιλάνοι και γονικάρηδες (Γάσπαρης 1997, 201-08). Με την προσωπική του παρουσία δε θα είχε πια ανάγκη από τον ντόπιο κουράτορα. Με την δική του επίβλεψη θα μπορούσε στον τρύγο και τη συγκομιδή να ελέγχει την πληρωμή των εισφορών και τον καθορισμό της συγκομιδής και του δικού του μεριδίου. Χωρίς καθυστερήσεις θα μπορούσε ο ίδιος να ξεχωρίσει όσα χρειάζονταν για τη ζωή στο χωριό και όσα θα μορούσε να διαθέτει στο εμπόριο. Οι επαφές με τους βιλάνους και γονικάρηδές του ήταν πια άμεσες.
Η απόφαση να εγκαταλείψει τον Χάνδακα και να εγκατασταθεί στο Πενταμόδι
Από τον Σεπτέμβριο του 1371 χρονολογείται η πρώτη πράξη που αποδεικνύει την παρουσία του Στέφανου στο χωριό. Στις 24 του μήνα8 ο Νικόλας Χάνδρας και η μητέρα του Αλεφαντινή Χανδράδαινα, ορθόδοξη καλόγρια πλέον, πούλησαν στον Στέφανο Σαχλίκη 32 ‘μίστατα’ κρασί9 από τον πρόσφατο τρύγο, καλής ή κακής ποιότητας, με ρίσκο του αγοραστή, παραδοτέα μέσα σε τρεις μήνες στο Πενταμόδι.10 Η ποσότητα του κρασιού θα αναλογούσε στην ετήσια κατανάλωση μιας μικρής οικογένειας χωρίς άντρα.11 Φαίνεται πως ο Στέφανος αποφάσισε ξαφνικά να εγκαταστήσει την οικογένειά του χωρίς τον ίδιο στο χωριό. Μόνο έτσι εξηγείται που έβαλε ως όρο το κρασί να του παραδοθεί στο χωριό. Αν ήταν για τον Χάνδακα, θα επέμενε να του το φέρουν εκεί και να είναι καλής ποιότητας.
Οι επόμενες πράξεις όπου εμφανίζεται ο Στέφανος το 1371 ως συμβαλλόμενος, μπορούν να τοποθετηθούν όλες στο πλαίσιο μιας μεγάλης αλλαγής (της οικογένειας) του: αγοράζει 12 πήχεις υφάσματος (24 Νοεμβρίου)12, ξεκαθαρίζει λογαριασμούς (8 Δεκεμβρίου)13 και συνάπτει δάνειο 155 υπέρπυρων ώστε να διαθέτουν αυτός και η οικογένειά του κάποια οικονομική ευχέρεια (αποπληρωτέο ως τον Σεπτέμβριο του 1372)14. Μετά τις 10 Δεκεμβρίου 1371 υπάρχει κενό δέκα μηνών. Μήπως η αγορά του κρασιού και υφάσματος για τη γυναίκα του στο Πενταμόδι, η εκκαθάριση λογαριασμών και η σύναψη του δανείου σχετίζονταν με την καταδίκη του σε φυλάκιση, που επρόκειτο να εκτίσει από την πρώτη Ιανουαρίου 1372 και με την απόφασή του μετά να εγκατασταθεί και ο ίδιος στο χωριό;
Ο Στέφανος στο χωριό
Το 1372 και η βενετική γερουσία ενέκρινε την απόφαση των αρχών του Χάνδακα να χαρίσει στους φεουδάρχες δεκαετή αναβολή της αποπληρωμής των χρεών τους στο δημόσιο. Μόλις στις 26 Οκτωβρίου του 1372 (van Gemert 1980, αρ. 7.2) ακολουθεί η επόμενη πράξη που πιστοποιεί πια την άφιξη και εγκατάσταση και του ίδιου του Στέφανου Σαχλίκη στο Πενταμόδι. Ο Γεώργιος Lisi, κάτοικος Πενταμοδίου, πρώην σκλάβος του Νατάλη Lisi, δεσμεύεται να υπηρετήσει πιστά τον Στέφανο Σαχλίκη για έναν χρόνο από τις 11 Οκτωβρίου που έπιασε δουλειά κοντά του, και να σκάψει και οργώσει τη γη του, να σπείρει και να κάνει ό,τι αλλή δουλειά θα του επιβάλει. Στο έγγραφο διευκρινίζεται με κάποια έμφαση πως ο Γεώργιος θα χρησιμοποιεί το αλέτρι και τα βόδια του Στέφανου Σαχλίκη. Ο Σαχλίκης δεν έχει μόνο αφίχθεί στο χωριο. Έχει πλέον εγκατασταθεί και διέθετε και τα απαραίτητα εργαλεία και ζώα για την εκμετάλλευση των χωραφιών και αμπελιών του.
Δεν πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα ο Στέφανος να είχε πάει με την οικογένειά του για να περάσει το καλοκαίρι του 1371 στο χωριό και κατά τη διαμονή του εκεί, βλέποντας την κατάσταση των κτημάτων του να πήρε την απόφαση να παραμείνει και αναλάβει την καλλιέργεια των χωραφιών του. Πρώτο αποτέλεσμα της προσωπικής του διερεύνησης του τοπίου, μετά την αποφυλάκισή του, ήταν η πρόσληψη του Γιώργου Lisi ως υπηρέτη και υπεύθυνου για τη γεωργική πλευρά της εκμετάλλευσης. Δεύτερο βήμα, μετά την καταχώριση του συμβολαίου με τον Lisi στον Χάνδακα στις 26 Οκτωβρίου, ήταν η απόκτηση για οκτώ χρόνια της περιοχής του Απάνω Μίχου, που πρέπει να συνόρευε με το Πενταμόδι/Κοκκάλι (βλ. van Gemert 1980, αρ. 7.5 και σχόλια) και ανήκε στο λατινικό πατριαρχείο. Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου τον πρώτο χρόνο δε θα κατέβαλλε τίποτε, από την 1η Ιανουαρίου 1374 θα πλήρωνε ετήσιο ενοίκιο, 75 υπέρπυρα το χρόνο αντί για τα 80 του προκατόχου του. Για τα οκτώ χρόνια του συμβολαίου θα έκανε συνολικά εφτά πληρωμές. Τα δύο βόδια που ανήκαν στην περιοχή και το ‘εμπατίκι’ (το ειδικό τέλος για την ενοικίαση εκκλησιαστικού αξιώματος ή χώρου) θα τα καθόριζαν τέσσερις εκτιμητές, ανάμεσα στους οποίους ο Εμμανουήλ Ντελλαπόρτας, ο αδερφός του ποιητή Λεονάρδου.15
Το έδαφος του Απανώ Μίχου δεν πρέπει να διέφερε από το Πενταμόδι: στην υπενοικίαση του 1356 αναφέρονται ως χαρακτηριστικά του οι μύλοι, τα αμπέλια, οι κήποι και σώχωροι συν όλα τα υπάρχοντά τους και τους βιλάνους. Η εκμετάλλευση του Απάνω Μίχου για οκτώ χρόνια, που ανανεώθηκε το 1380 για άλλα οκτώ χρόνια, πρέπει να πολλαπλασίασε τα έσοδα και οικονομικά οφέλη που θα είχε ο Σαχλίκης από τη στιγμή που θα επέβλεπε, προσωπικά παρών στο Πενταμόδι, την εκμετάλλευση των δικών του σερβενταριών και της ενοικιαζόμενης περιοχής.16
Την τελευταία μέρα του 1372 ο Στέφανος συμπλήρωσε κάποια έλλειψη στο υπηρετικό προσωπικό του στο Πενταμόδι με την αγορά ενος Βουλγάρου σκλάβου ονομαζόμενου Ιωάννη. Το ποσό των 70 υπ. έπρεπε να το εξοφλήσει στον έμπορο Micheleto de Ferraria μετά τη συγκομιδή του 1374.17 Αφού οι σκλάβοι ήταν πολύ ακριβοί για να χρησιμοποιούνται για αγροτικές εργασίες (έτσι και αλλιώς οι ντόπιοι βιλάνοι και οι άλλοι αγρότες με τα γονικά τους είχαν την απαιτούμενη πείρα και γνώση του εδάφους και ήταν επομένως πολύ πιο κατάλληλοι), μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο Στέφανος Σαχλίκης είχε για το νοικοκυριό του ανάγκη από έναν υπηρέτη.18
Το 1373 ο Σαχλίκης δεν εμφανιζόταν στον Χάνδακα παρά για διευθέτηση δανείων του στις 14 Φεβρουαρίου και 28 Νοεμβρίου (Notai 13, f. 137r και Notai 11, c. 385r) με την Αντωνία, χήρα του Νικολάου Lulin,19 συγγενή του από τη μεριά της μητέρας του, και για καθαρά εμπορικές συναλλαγές: εγγυητής σε πράξη αγοράς μικρής ποσότητας υφάσματος στις 13 Φεβρουαρίου και 31 Οκτωβρίου (Notai 11, c. 339v και 377v)· εγγυητής στην αγορά 25 μέτρα (μίστατα;) ελαιόλαδου (± 400 λίτρα) στις 28 Απριλίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, και στις 23 Σεπτεμβρίου κύριος αγοραστής με εγγυητή τον κύριο αγοραστή του προηγούμενου συμβολαίου, για 100 ‘μίστατα’ λάδι (Notai 13, c. 150r και Notai 23, c. 13r)20 και για αγορά δύο βοδιών στις 24 Σεπτεμβρίου και ενός στις 15 Νοεμβρίου (Notai 23, c. 13v και Notai 11, c. 381r). Όλες αυτές οι εμπορικές συναλλαγές ανήκουν στο είδος των δοσοληψιών ενός μικρού εμπόρου που δοκιμάζει την τύχη του στην αγοροπωλησία εμπορευμάτων προορισμένων για σχετικά γρηγορη πώληση στην τοπική αγορά. Μέρος ίσως από το λάδι (βλ. παρακάτω) και τα βόδια μπορεί να προορίζονταν για χρήση στο Πενταμόδι και στο Απάνω Μίχου. Φαίνεται πως και μετά την εγκατάστασή του στο χωριό συνέχισε για ένα χρόνο ακόμα με αυτόν τον τρόπο να κερδίζιει τα προς το ζειν. Στο τέλος πρέπει να πείστηκε μάλλον πως τέτοιο μικροεμπόριο δε συμβιβαζόταν με την εκμετάλλευση των γαιών του στην ύπαιθρο. Μετά το 1373 σταμάτησε τις προσπάθειες.
Το 1374 ο Στέφανος βρίσκεται μερικές φορές στον Χάνδακα: στις 27 Μαρτίου για εκκαθάριση λογαριασμών με κάποιον βενετό έμπορο (Notai 11, c. 402v). Κατά το καλοκαίρι εξουσιοδοτείται μία φορά για να διευκολύνει τη χορήγηση και έκδοση του εγγράφου επιστροφής προίκας (Notai 13, c. 185v) και για να λύσει ως δικαστής- διαιτητής κάποια προσωπική διαφορά (Notai 11, c. 419v και 420v). Και πριν από την αναχώρηση από τον Χάνδακα και αργότερα (στα χρόνια 1380-82 σώζονται τρεις πράξεις21 που μαρτυρούν την εμπιστοσύνη που είχε ο κόσμος στην ικανότητά του να αναλαμβάνει διαιτησίες, να λύνει προσωπικές υποθέσεις και να υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους στα δικαστήρια και στη διοίκηση.22
Κατά τα επόμενα χρόνια 1375 και 1376, όταν ο λοιμός ξαναεμφανίστηκε στον Χάνδακα και είχε πολλά θύματα,23 ο Σαχλίκης έμεινε μακριά από την πόλη. Όλη αυτή την περίοδο ο Σαχλίκης έζησε με την οικογένειά του στο Πενταμόδι. Το 1375 πλήρωσε κανονικά το ενοίκιο για το Απάνω Μίχου, το 1377 (Notai 11, c. 461r), δανείστηκε από την εβραία Αναστασού, χήρα του μαστρο-Αβραάμ, 110 υπέρπυρα με εγγυητή τον Μάρκο Dellebelledonne, που από το 1373 ήταν ο γείτονάς του ως ιδιοκτήτης μιάμισης σερβενταρίας του φέουδου Πενταμόδι και Κοκκάλι.24 Το 1380 το ποσό του δανείου στην Αναστασού είχε ανεβεί σε 145 υπέρπυρα, που ο Στέφανος δεσμεύτηκε να ξεχρεώσει σε ένα χρόνο (Notai 12, c. 54v, 27 Σεπτεμβρίου 1380). Τον ίδιο χρόνο ανανέωσε για άλλα οκτώ χρόνια το συμβόλαιο με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για το ενοίκιο του Απάνω Μίχου (βλ. van Gemert 1980, αρ. 7.5 και σημ. 4· το 1388 το ανανέωσε για άλλα πέντε χρόνια). Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς προσέλαβε τον πρώην σκλάβο Μιχάλη Βούλγαρο ως μυλωνά για τον νερόμυλό του στο Πενταμόδι (βλ. van Gemert 1980, αρ. 7.4).25
Το Πενταμόδι
Ανάμεσα στα 1348 και την άφιξη του Σαχλίκη στο χωριό, το Πενταμόδι, όπως όλα τα κρητικά χωριά, πρέπει να είχε δεινοπαθήσει. Είναι αμφίβολο αν είχε συνέλθει στο μεταξύ από τον Μαύρο Θάνατο και τις άμεσες και έμμεσες συνέπειες του: τον αποδεκατισμό των κατοίκων του, τη μισοχαμένη σοδειά του 1348 και τη σπορά για τον επόμενο χρόνο, τις απώλειες από τις επόμενες εμφανίσεις της επιδημίας και τις ενδεχόμενες συνέπειες των πολεμικών δραστηριοτήτων και των καταστροφών στα χρόνια 1363-66 της Αποστασίας του Αγίου Τίτου (Thiriet, Condition, 62-63). Δε διαθέτουμε ακριβή ποσοτικά στοιχεία για την Κρήτη του 14ου αιώνα και επομένως ούτε για το Πενταμόδι και την περιοχή του, αλλά σίγουρα δε θα είχε ακόμα τους 199 κατοίκους που μέτρησε το 1583 ο Καστροφύλακας.26 Παραπάνω από 20 εκτεταμένες οικογένειες δε θα μετρούσε.
Το χωριό θα ήταν επομένως μικρό. Οι κάτοικοί του, όπως ίσχυε για όλη την κρητική ύπαιθρο, αποτελούνταν από ελεύθερους αγρότες (franchi) και ανελεύθρους βιλλάνους που ήταν προσωπικά και οικογενειακά δεμένοι με το φέουδο ή με το πρόσωπο του φεουδάρχη. Η αναλογία τους διέφερε από χωριό σε χωριό.27 Η ζωή τους ήταν σκληρή. Το εν τρίτο της σοδειάς ήταν σταθερά το μερίδιο του φεουδάρχη. Και εκτός απ᾽ αυτά χρωστούσαν οι βιλλάνοι28 και όσοι ελεύθεροι είχαν εργασιακή σχέση με τον φεουδάρχη την αγγαρεία (Γάσπαρης 186 κ.ε. και Πίνακας 7), υποχρεωτική άμισθη εργασία για μία έως τρεις μέρες τον χρόνο, και δύο είδη κανίσκια, δώρα από την παραγωγή τους σε είδος, συνήθως τρεις φορές τον χρόνο. Τόσο η αγγαρεία όσο και τα κανίσκια συνήθως εξαγοράζονταν σε χρήμα. Οι περισσότεροι βιλλάνοι και όσοι γονικάρηδες νοίκιαζαν από τους φεουδάρχες χωράφια και αμπέλια θα ζούσαν μάλλον στα όρια της ανέχειας. Και αν είχαν προπωλήσει τα προϊόντα και αποτύχαινε η συγκομιδή, με μεγάλη δυσκολία θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα ώς την επόμενη σοδειά. Θα πρέπει μάλλον να υποθέσουμε πως οι οικογένειες αυτές ήταν μικρές. Πολλά στόματα δεν μπορούσαν να θρέφουν. Το Πενταμόδι δε θα είχε πολύ παραπάνω από 100-120 κατοίκους.
Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγούν φαινομενικά και πολύ μεταγενέστερα οθωμανικά στοιχεία του 17ου και 19ου αιώνα. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή του 1672, λίγα μόλις χρόνια μετά την οθωμανική κατάκτηση του Χάνδακα, το Πενταμόδι είχε 6 πλούσιους κατοίκους, 9 της μεσαίας τάξης, και δύο φτωχούς εργαζόμενους με την οικογένεια τους.29 Και στις αρχές του 19ου αιώνα ο Pashley,30, που επισκέφτηκε την Κρήτη το 1834, δίνει, βασιζόμενος σε επίσημα στοιχεία της οθωμανικής διοίκησης, παρόμοιους χαμηλούς αριθμούς: 5 χριστιανικές οικογένειες και 15 μωαμεθανικές. Στην πραγματικότητα τα στοιχεία αυτά δε συγκρίνονται ούτε με τους πολύ μεγαλύτερους αριθμούς που παρουσιάζει η απογραφή του πληθυσμού της Κρήτης τον Οκτώβριο του 1881, όταν διαπιστώθηκε τριπλασιασμός των κατοίκων31, και στην οποία καταγράφονται 182 άντρες και 164 γυναίκες. Σημαντικό ρόλο παίζουν άλλοι παράγοντες, οι συνθήκες ζωής, το είδος, ο σκοπός και τα κριτήρια των απογραφών.32
Όταν έφτασε ο Σαχλίκης με τη γυναίκα του και την υπόλοιπη οικογένεια στο Πενταμόδι, βρήκε επομένως ένα μικρό, αλλά πλήρως εφοδιασμένο αγροτικό χωριό, που θα είχε εκτός από τα μικρά σπιτάκια των χωρικών, τα ‘κελιά’, και ένα ή δύο μάλλον διόροφα αρχοντικά των κυριότερων φεουδαρχικών οικογενειών, μια εκκλησία33 και ταβέρνα.34 Ὀλα θα βρίσκονταν μάλλον μαζεμένα στο κέντρο του χωριού με κήπους κοντά στα σπίτια, τους σωχώρους κοντά στο χωριό και τα αμπέλια, χωράφια και βοσκοτόπια πιο μακριά.35 Εκεί κοντά θα βρίσκονταν μάλλον και τα αλώνια και πατητήρια. Για τη θέση των μύλων, ανεμόμυλων ή νερόμυλών, δε βρήκα συγκεκριμένες μαρτυρίες. Γι᾽ αυτούς θα έπρεπε να είναι είτε προσήνεμο το μέρος ή δίπλα σε ρυάκι. Δεν αποκλείεται τα θεμέλια που είδαμε ο Wim Bakker κι εγώ το 1976 στην τοποθεσία ‘του Σαχλίκη’ δίπλα στο ρέμα να ανήκαν σε πετρόκτιστους νερόμυλους.36 Η θέση τους στην άκρη του ρυακιού θα πληρούσε την προϋπόθεση.
Ο Σαχλίκης με τους δικούς του και το προσωπικό θα ήταν ένας από τις 20 πυρήνες-οικογένειες του χωριού. Αν δεν το ήξερε εκ των προτέρων, και μάλλον δεν το είχε συνειδητοποιήσει, θα το διαπίστωσε αμέσως: όλες οι οικογένειες ζούσαν από τη γεωργία και κτηνοτροφία, αγράμματοι οι περισσότεροι άντρες, αμόρφωτες όλες οι γυναίκες. Ακόμα και ο παπάς θα ήταν μισομορφωμένος. Η μόνη ασχολία που θα ξεχώριζε τον Στέφανο από τους άλλους θα ήταν το κυνήγι με άλογο και κυνηγόσκυλα και τό ότι χωρίς να εργάζεται ο ίδιος έπαιρνε ένα μέρος, κατά μέσο όρο, το εν τρίτο, της αγροτικής και αμπελουργικής σοδειάς από τους χωριανούς που καλλιεργούσαν τα κτήματά του, και από την εκμετάλλευση των μύλων του (Γάσπαρης 1997, 202).
Για να κατανοήσει κανείς σε τι κοινωνία έφτασε ο Στέφανος και αναγκάστηκε να μείνει τελικά περίπου δέκα χρόνια δε βοηθούν οι αναμνήσεις του Papadopoli. Δεν είναι μόνο η χρονική διαφορά των τριών αιώνων. Οι περιγραφές της Κρήτης και ειδικά της υπαίθρου περιηγητών όπως o Tournefort37 και o Pashley,38 παρόλο που αφορούν τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και οι συγγραφείς τους έχουν συγκεκριμένα περιορισμένα ενδιαφέροντα, είναι αμερόληπτες παρατηρήσεις ξένων που δεν έχουν προσωπικά συμφέροντα. Πιο χρήσιμες ακόμα είναι οι παρατηρήσεις και αναλύσεις ενός σύγχρονου ανθρωπολόγου σαν τον Michael Herzfeld 1985 για τα Ζωνιανά.39
Και στο Πενταμόδι βασικό ρόλο θα έπαιζε η οικογένεια και το ευρὐτερο σόι και σε δεύτερο πλάνο η βασική ασχολία ή το επάγγελμα (βοσκοί και άλλοι κτηνοτρόφοι ή γεωργοί και αμπελουργοί). Τις επαγγελματικές τους διαφορές και συγκρούσεις τις υπαινίσσεται ο αφηγητής στο στ. 162 (και ουδέν κατέχουν να σταθούν ποτέ των εις ομάδιν). Οι ιδιοι βρίσκουν την ευκαιρία να τις εκφράσουν στις ‘αθιβολές’ (στ. 191-206). Στα ίδια τα λόγια τους διαφαίνεται και η καχυποψία, ίσως και εχθρότητα απέναντι στον κάθε μη συγγενή και οικείο, τον ξένο, τις ξένες αρχές. Η στάση των χωρικών απέναντι στον Σαχλίκη, τον κατ᾽ εξοχήν ξένο και έκπρόσωπο των ξένων αρχών, θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση επιφυλακτική και κυρίως ωφελιμιστική. Μια-δυο γενιές αργότερα ο βενετός ευγενής Μαρίνος Φαλιέρος, στους Λόγους διδακτικούς (στ 221-28) διδάσκει στον μοναχογιό του Μάρκο ποια στάση να περιμένει και ποια να κρατά απέναντί τους.40 Με παρόμοιο τρόπο θα αντιμετώπιζε μάλλον και ο Σαχλίκης τους χωριανούς του. Έμεινε ξένος παρατηρητής, δεν έσμιγε μαζί τους. Δε σώζονται μαρτυρίες, όπως στην περίπτωση της Ελένης, αδελφής του Στέφανου Σαχλίκη, για ιδιαίτερες σχέσεις με Πενταμοδίτη. Στις σχέσεις του με τους άλλους θα ήταν και αυτός επιφυλακτικός και ωφελιμιστής.
Τα προϊόντα και οι συστηματικές καλλιἐργειες
Τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα που περιγράφει ο αφηγητής Σαχλίκης στους στίχους 119-38 αποτελούν σίγουρα το κυριότερο μέρος της παραγωγής σ᾽ ένα αγροτικό χωριό σαν το Πενταμόδι κατά τον 14ο αιώνα. Οι κάτοικοί του ζούσαν από την κτηνοτροφία με τα γαλακτοκομικά της προϊόντα,το μαλλί, το δέρμα, και εννοείται και το κρέας,41 και την γεωργία και αμπελουργία. Η συστηματική καλλιέργεια των χωραφιών και αμπελιών παρήγε τα απαραίτητα για την αυτάρκεια ενός χωριού δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, που σπέρνονταν το φθινόπωρο, και βρόμη, σπορά την άνοιξη), όσπρια και κρασί. Μικρότερης κλίμακας θα ήταν η καλλιέργεια βαμβακιού και λιναριού.
Ποσοτικά στοιχεία, καθώς και ποιοτικά δεν ταιριάζουν στη θεματική της περιγραφής που δίνει. Την ποικιλία του σταφυλιού δεν την διευκρινίζει λοιπόν ούτε ο αφηγητής ούτε ο Ιωάννης Σαχλίκης στα συμβόλαιά του 1347. Κρίνοντας από τα 32 μίστατα κρασί που αγόρασε ο Στέφανος το 1371 (βλ. παραπάνω), υποθέτω πως στο συμβόλαιο αυτό δεν πρόκειται για την ακριβή γλυκιά μαλβάζἰα, αλλά μάλλον για το λευκό ‘αθύρι’, το μοσχάτο ή ένα ἀλλο σταφύλι με το οποίο παρήγαν τα ντόπια κρασιά, παρομοια με ό,τι σερβίρουν και τώρα ακόμα στο Πενταμόδι. Χωρίς αμφιβολία ο Ιωάννης ως γνὠστης της αγοράς θα είχε φροντίσει, αν το χώμα ήταν κατάλληλο, να φυτέψει και μαλβαζία.
Λείπουν από την περιγραφή εκτός από το μέλι οι καρποί από τα οπωροφόρα και καρποφόρα δέντρα και τα κηπευτικά, που θα τα καλλιεργούσε η κάθε οικογένεια στους κήπους, τα περιβόλια και τους σωχώρους τους. Για τέτοια οικογενειακά προϊόντα, όπως τα λαχανικά, τα φρούτα της εποχής και τις ελιές (και το λάδι) δε γίνεται λόγος.42 Ειδικά το τελευταίο παραξενεύει. Η ελιά καλλιεργείται και σήμερα ευρύτατα στην Κρήτη και το λάδι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αντικατέστησε το κρασί ως κυριότερο εξαγωγικό προϊόν (Stallsmith 2007, 160-61). Πρώτος ο Γάσπαρης 1997, 87-88 παρατήρησε για τον 14ο αιώνα πως είναι πολύ σπάνιες οι αναφορές σε ελαιώνες και το λάδι.43 Την ίδια σπανιότητα της ελιάς και του λαδιού μπορεί κανείς να παρατηρήσει γύρω στα 1500 και στα έγγραφα του Ιωάννη Longo (van Gemert 2017).44 Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα φαίνεται πως η ελαιοκαλλιέργεια δε γινόταν συστηματικά και το λάδι και οι ελιές προορίζονταν για ντόπια και ίσως κυρίως για ενδο-οικογενειακή κατανάλωση.45
Μέρος απ᾽ όλα αυτά τα προϊόντα ήταν για τοπική κατανάλωση. Όλες οι οικογένειες, ακόμα και του φεουδάρχη, είχαν ανάγκη από δημητριακά, όοπρια, κρασί, γάλα,τυρί και κρέας, μαλλί και βαμβάκι για τον αργαλειό τους. Μεγάλο μέρος, ίσως και το μεγαλύτερο από ορισμένα προϊόντα, όπως τα κρασιά και τα δημητριακά, τα τυριά, ίσως και το βαμβάκι και λινάρι, θα πρέπει ο χωρικός και ο φεουδάρχης, ανάλογα με τις ανάγκες ή τα χρέη τους, να τα προόριζαν για πώληση. Τα κρητικά κρασιά και τυριά ήταν περιζήτητα. Και για το βαμβάκι παρατηρείται διεθνώς μεγάλη ζήτηση μετά τον Μαύρο Θάνατο.
Σε αντίθεση με τους χωρικούς ο Σαχλίκης ήταν καταναλωτής και καθόλου παραγωγός. Οι λαγοί και τα κουνέλια που κυνηγούσε46 και σκότωνε ήταν για προσωπική κατανάλωση.
Η παρεμβολή για τα ήθη και έθιμα των χωρικών των χωρικών (στ. 155-225)47
Η καθημερινή του ζωή (στ. 155-62) στο χωριό σε αντίθεση με τη δική τους (στ. 163-70)
Στους στίχους υπογραμμίζεται η αντίθεση ανάμεσα στο δικό του μοναχικό καθημερινό πρόγραμμα ‘εργασίας’ με την ανάγκη από ανθρώπινη βραδινή συντροφιά (στ. 155-59) και τη δική τους χειρωνακτική δουλειά και την απουσία κοινωνικών επαφών. Μόνο με τη γυναίκα τους τα λένε οι χωρικοί το βράδυ στο σπιτάκι τους.
Αντί να περιγράψει εκτενώς τις δουλειές των χωρικών, απαριθμεί ο αφηγητής τα επαγγέλματα. Ο Σαχλίκης διακρίνει αμέσως τις δύο βασικές ομάδες, από τη μια τους γεωργούς και αμπελουργούς (‘ζευγάδες, σκάπτες’) και από την άλλη τους βοσκούς, τους ημινομαδικούς βοσκούς με τα γίδια και τα πρόβατα (‘βοσκοί’), που ίσως να έλειπαν από την άνοιξη ως το φθνόπωρο από το Πενταμόδι, και τους άλλους κτηνοτρόφους που έβοσκαν τις αγελάδες, τα βόδια και τα γουρούνια τους πιο κοντά στο χωριό στα βοσκοτόπια(‘αγελαδοί, βουκόλοι και χοιροβοσκοί’).
Παραξενεύει στο δεύτερο ημιστίχιο του στ.161 η προβληματική διατύπωση ‘και μετ᾽ εκείνοι ράπτες’. Το πρώτο μέρος, το γραμματικό, διορθώνεται με κάποιον τρόπο. Παλαιογραφικά η πιθανότερη διόρθωση είναι (‘και μετ᾽ εκείνα/εκείνο’, δηλ. και μαζί με αυτά) ράπτες). Παραμένει όμως η ομοιοκαταληκτούσα λέξη ‘ράπτες’. Σε αγροτικό χωριό 20 οικογενειών αποκλείεται να λειτουργούσε ραφτάδικο με περισσότερους ράφτες. Δεν πιστεὐω ο αφηγητής με τη λέξη ‘ράπτης’ να μην εννοούσε τον τεχνίτη που ράβει ρούχα για άντρες ή γυναίκες, αλλά τον γουναρά (βλ. Κριαράς, Λεξ., λ. δερματοραπτάρης). Αν οι χωρικοί χρειάζονταν καμιά φορά κανέναν επαγγελματία τεχνίτη, δε θα ήταν ράπτης ούτε γουναράς, αλλά σιδηράς ή μαραγκός, που ασκούσε την τέχνη του δίπλα στην καθημερινή αγροτική εργασία του (Γάσπαρης 1997, 58). Εκτός από αυτά η διατύπωση του δεύτερου ημιστιχίου δίνει ιδιαίτερη έμφαση σ᾽ αυτό που ακολουθεί: και μαζί με εκείνα/εκτός απ᾽ αυτά είναι και … Ο γραφέας του Ν με τη γραφή ‘ράπτες’ αντικατέστησε ένα επάγγελμα ή μάλλον ένα χαρακτηριστικό των κτηνοτρόφων, γνωστό και στο αστικό κοινό, για το οποίο σύνθεσε και τραγούδησε ο Σαχλίκης αυτό το ποίημα για τη ‘φρόνεση και την τάξη’ των χωριατών. Κατά τη γνώμη μου η λὐση βρίσκεται στις γνωστές κατηγορίες εναντίον των Κρητικών χωρικών και ειδικά των βοσκών, κατηγορίες που ακούγονται και τώρα ακόμα. Στη μελέτη του Herzfeld, Manhood, 163-225, οι ίδιοι οι βοσκοί του χωριού ‘Γλέντι’ (=Ζωνιανά) δυσκολεύονταν αρχικά να το αναγνωρίσουν και να το δεχτούν, αλλά στην πραγματικότητα καμἀρωναν και το θεωρούσαν απόδειξη του ανδρισμού τους: είναι κλέπτες, ζωοκλέπτες.48 Ατελείς ρίμες σαν ‘σκάπτες | κλέπτες’ είμαι βέβαιος πως τις διόρθωνε ο γραφέας του Ν ή κάποιος προηγούμενος γραφέας χωρίς δεύτερη σκέψη.
Τα γλέντια και οι διασκεδάσεις των αντρών (171-225)
Όλη την αρκετά λεπτομερή αφήγηση για τις διασκεδάσεις των χωρικών στις γιορτές και τα πανηγύρια την κάνει ο αφηγητής σαν ξένος παρατηρητής που δε συμμετέχει στα γλέντια τους.49
Οι χωρικοί, οι άντρες δηλαδή, διασκεδάζουν στην ταβέρνα κατά τις σκόλες και εορτές (στ. 170 κ.ε.) Μ᾽ αυτές ο αφηγητής θα μπορούσε να εννοήσει και τις απλές Κυριακές, αλλά αμφιβάλλω αν σε μια αγροτική κοινωνία η Κυριακή θεωρούνταν μη εργάσιμη ημέρα. Θα εννοεί κυρίως τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, το Καρναβάλι,50 το Πάσχα, της Παναγίας και τα Χριστούγεννα,51 και εκτός απ᾽ αυτές μάλλον τη γιορτή του ναού του χωριού (του Αγίου Γεωργίου) και του εξωκλησιού της Αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου). Στο γλέντι οι γυναίκες δεν πατάνε (βλ. και Pashley 1837, Ι, σ. 255), και σίγουρα όχι στην ταβέρνα, που, όπως αργότερα το καφενείο, ήταν αποκλειστικά αντρικός χώρος.
Το πρώτο που θέλει να δώσει να καταλάβει το αστικό κοινό που τον ακούει είναι το ντύσιμο και η υπόδησή τους. Δε φορούν (ή δεν έχουν) κυριακάτικα ρούχα, αλλά εμφανίζονται με τα καθημερινά τους (στ. 171-76/78). Στην αφήγηση, όπως την παραδίδει το χειρόγραφο Ν, ακούονται δύο διαφορετικές φωνές: στην αρχική αφήγηση (173-76) ο χωρικός ντύνεται πρόχειρα, φτηνά και με μπαλωμένα ρούχα, είναι ανυπόδητος και μόνο ο πιο πλούσιος φοράει κάτι πρωτόγονα τσόκαρα· η δεύτερη φωνή (177-78) παρουσιάζει τους χωρικούς με την φορεσιά, που την ξέρουμε και τώρα ακόμα ως παραδοσιακή κρητική, με βράκα και στιβάνια ή παπούτσια. Εδώ βλέπουμε τη διαφορά ανάμεσα στους χωρικούς όπως τους γνώρισε ο Σαχλίκης στο Πενταμόδι από το 1372 και την εικόνα που θα είχε υπόψη του ένας μεταγενέστερος αντιγραφέας για τους κοντινούς του χωρικούς και τα γλέντια τους.52
Στο ίδιο το γλέντι (179-86) στην ταβέρνα πίνουν κρασί ακράτο, κατευθείαν από το βαρέλι.53 Το κρέας δε χρειάζεται να το αναφέρει ο αφηγητής, γιατί γλέντι και ποτό χωρίς άφθονο κρέας, από τα κοπάδια των βοσκών, και ενδεχομένως κλεμμένο, δε νοείται (Herzfeld, Manhood, 130 κ.ε.). Όταν έρχονται στο κέφι, χορεύουν, τραγουδούν, όλοι τρώνε, πίνουν και τραγουδούν. Τα τραγούδια θα είναι παραδοσιακά ομαδικά, ίσως και ηρωικά, πρόσφατα επίκαιρα ή ακόμα και σκωπτικά. Μπορούμε να φανταστούμε πως υπήρχε κάτι το αντίστοιχο με τα τραγούδια της τάβλας, προδρομικά των μαντινάδων, ανομοιοκατάληκτα ακόμα.
Πάνω στο μεθύσι54 (στ. 187-206) αρχίζουν και λένε τραγούδια για τις προσωπικές και ομαδικές τους διαφορές (‘αθιβολές’). Φωνάζουν χωρίς να ακούει ο ένας τον άλλον. Οι αθιβολές στους στίχους 193-206, που αυτοσχέδιες όπως είναι, μόνο οι μισοί ομοιοκαταληκτούν, μιλούν για τις προστριβές των αγροτών μεταξύ τους, των βοσκών με όλους τους άλλους, με τους αγρότες και αμπελουργούς, με τους εκπροσώπους του επίσημου κράτους, τους ξένους ως μη συγχωριανούς, μάλλον και μη Κρητικούς. Τα παράπονα αφορούν από τη μια τις ζημιές που προξενούν οι βοσκοί με τα κοπάδια τους στα χωράφια και τα αμπέλια των γεωργών και αμπελουργών (193, 196, 201), και από την άλλη τις διαφορές τους με τις ξένες αρχές που τους αδικούν55 : ο τιμωτής (στ. 197), μάλλον ο διορισμένος εκτιμητής των αγροτικών ζημιών (Γἀσπαρης 1997, 118-19),56 ο καστελάνος (στ. 198, 200), ο διοικητής του κοντινού Κάστρου Μαλεβιζίου, που βρισκόταν κοντά στο Κεραμούτσι (στ. 200), ο ριβάρης (στ. 200), όπως αργότερα ο αγροφύλακας ελεγκτής και γνώστης των συνόρων ανάμεσα στις διάφορες ιδιοκτησίες, που επέβαλλε και εισέπραττε και τα πρόστιμα, ή τελικά οι ξένοι έμποροι (205-06).
Μετά το ποτό και τον προφορικό, τραγουδιστό και αφηγηματικό λόγο ακολουθούσε το επόμενο στάδιο (στ. 207-22), η πάλη και μάλλον και άλλα αγωνίσματα δεξιοτεχνίας με τα ρόπαλα και τα μαχαίρια.57 Στην κατάσταση που βρίσκονται τσακώνονται άγρια μεταξύ τους, πληγώνονται και φορές φορές σκοτώνονται και θύμα συνήθως είναι ο σωματικά λιγότερο δυνατός ή όποιος ανήκει στο λιγότερο δυνατό ή δικτυωμένο σόι (Herzfeld, Manhood, 67-71).58 Και αν τους ρωτήσεις γιατί μάλωναν, θα απορήσεις. Αφορμή δεν είχαν (223-25).
Η σκηνή των διασκεδάσεων των χωρικών που περιγράφει ο Σαχλίκης αναγνωριζόταν αμέσως από τους ακροατές του, που ανήκαν στην ανώτερη αστική και ευγενική κοινωνία του Χάνδακα. Έβλεπαν με κάποια υπεροψία την αγριότητα και πρωτογονισμό των χωριατών. Οι ίδιοι ο χωρικοί, αν άκουγαν την αφήγηση, θα αναγνώριζαν στην αφήγηση όλα τα χαρακτηριστικά του γνἠσιου κρητικού και του ανδρισμού του.59 Όπως ο σημερινός Κρητικός της πόλης θα αναγνωρίζει πως οι Σφακιανοί και οι κάτοικοι των Ζωνιανών φέρνονταν σαν γνήσιοι κρητικοί, σαν ήρωες απέναντι στους Τούρκους και Γερμανούς, αλλά πως η συμπεριφορά τους δεν ταιριάζει πια στη σημερινή εποχή, έτσι και ο Στέφανος Σαχλίκης ως βενετοκρητικός άρχοντας, αλλά και το ακροατήριό του στον Χάνδακα και τις άλλες μεγάλες πόλεις της Κρήτης, θα απέρριπταν με υπεροψία τον τρόπο ζωής των χωρικών του Πενταμοδίου και της υπαίθρου γενικά, εκτιμώντας ωστόσο ταυτόχρονα τη στάση τους στην επανάσταση του Αλέξιου Καλλέργη και ίσως και κατά την Αποστασία του Αγίου Τίτου.
Με τους καταληκτικούς στίχους 223-25 ο αφηγητής αυτοπαρουσιάζεται σαν αμέτοχος ξένος, που παρά τα πολλά χρόνια που έζησε στο Πενταμόδι δεν κατανόησε τη βασική διαφορά, το βαθύ χάσμα που χωρίζει τους μισονομαδικούς βοσκούς, που ζούσαν και μέσα και έξω από την τοπική κοινωνία και τους νόμους της, και τους αγρότες, αμπελουργούς και γεωργούς, που ως μόνιμοι κάτοικοι του χωριού αναγκαστικά είχαν συμφέρον να λειτουργεί καλά η κοινωνία τους, να έχουν ομαλές επαφές με τον έξω κόσμο και να υπακούν περισσότερο στους νόμους του ξένου καθεστώτος.
Περίληψη (226-39)
Τέτοιες είναι οι γιορτινές συναναστροφές των χωριατών και οι συνήθειές τους (226). Πίνουν, μεθάνε, το ίδιο και ο παπάς και ο κουράτορας· μαζεύονται στο λιβάδι, παλεύουν, τραγουδούν, παίζουν κικ μπόξινγκ και μαλλιοτραβιούνται. Και τραγουδοκραυγάζουν σαν τις χήνες.
Ο παπάς και ο κουράτορας, που με κάποιον τρόπο εκπροσωπούν την εκκλησία και τους έξωθεν οικονομικούς παράγoντες, παρουσιάζονται ως εξίσου γεροί πότες, όσο οι άλλοι χωρικοί.
Τα ορθολογικά επιχειρήματα της Τύχης του (στ. 149-54 και 240-45)
Ο αφηγητής θέλει να πείσει τον αναγνώστη (στ. 143-62 και 240-47) πως κατά τα πολλά χρόνια που έμεινε ο Σαχλίκης στο χωριό, η μοναδική ασχολία του ηταν το κυνήγι του λαγού60 στην πεδιάδα και στα βουνά. Ζούσε από αυτά και ό,τι έπαιρνε ως το μερίδιο του φεουδάρχη από τους χωρικούς και από τους μύλους που τους παραχωρούσε με συμβόλαιο σε ντόπιους και ξένους μυλωνάδες. Τα έσοδα αυτά δεν έφταναν ούτε για να ταΐζει τα κυνηγόσκυλά του με τη συνέπεια να φαλιρίσει ξανά, για τρίτη φορά. Η Μοίρα του χαρακτηρίζοντάς τον με τα επίθετα της δυστυχίας του (στ. 150-51): Σαχλίκη, κακομοίρη | άτυχε, κακορίζικε και κακονοικοκύρη, συνόψισε την οικονομική και κοινωνική του κατάντια ως εξής: κάθεσαι με όλα τα υπάρχοντα και όλη την οικογένειά σου (συνεπαρτός, βλ. Κριαράς, λέξη) στα χωριά, οι κόποι σου έχουν πάει χαμένοι, μεγάλωσες τη φτωχεια σου και επιπλέον άρχοντα ή φρόνιμο άνθρωπο δε βλέπεις ποτέ. Η λογική της προτροπής ήταν να παρατήσει το κυνήγι και να επιστρέψει στον Χάνδακα για να δοκιμάσει την τύχη του ως αξιωματούχου του δημοσίου.
Συμπέρασμα
Όπως και στα άλλα επεισόδια της ζωής του, ο αφηγητής Σαχλίκης υπεραπλουστεύει και παραποιεί την πραγματικότητα, παραλείποντας ό,τι δεν ταιριάζει στην εικόνα που θέλει να δώσει και μειώνοντας τη μεγάλη χρονική διάρκεια της παραμονής του στο χωριό, αλλά κυρίως τον εαυτό του.
Η Τύχη του χρησιμοποιεί ξανά τον ίδιο τρόπο και τα ίδια ορθολογικά επιχειρήματα με τα οποία δικαιολόγησε και την προηγούμενη μετάβαση από τα χρόνια 1348-72 στα 1372-1382: πτώχευση και αναγκαστική υπακοή στις συμβουλές της Τύχης ύστερα από τη φρόνιμη συμβουλή της.
Τα πολυέξοδα λαγωνικά ως αφορμή για την πτώχευση και η απουσία των βραδινών συντροφιών μοιάζουν αυτή τη φορά σαν φτηνά προσχήματα για να εξηγήσουν την αναγκαιότητα της επιστροφής του, του Στέφανου Σαχλίκη και των δικών του, στον Χάνδακα. Δε σώζονται έγγραφα που να επιβεβαιώνουν τη δυσχερή του οικονομική κατάσταση61 στα χρόνια 1379-80. Ως προς τις φιλικές σχέσεις, όλα αυτά τα χρόνια ο Σαχλίκης και οι δικοί του τα καλοκαίρια, από τον Ιούνιο ως και τον Αύγουστο, θα έβλεπαν τους συναδέλφους φεουδάρχες του φέουδού του, τους Dandolo και τον Μάρκο Dellebelledonne,24 όταν έρχονταν και εκείνοι οικογενειακώς για να αποφύγουν τις ζέστες και τη βρόμα του Χάνδακα, ή για να παρευρεθούν προσωπικά στη συγκομιδή και τον τρύγο.
Ο κύριος λόγος της αναγκαστικής αναχώρησης του Στέφανου από το Πενταμόδι μετά το καλοκαίρι του 1382 ήταν η ευκαιρία που του πρόσφερε η φιλία62 ή ή φιλική διάθεση του Δούκα Κρήτης, Πέτρου Mocenigo, με τον Στέφανο (στ. 249).63 Αν ήθελε να εκμεταλλευθεί αυτή την ευκαιρία, έπρεπε πριν από το 1383, όταν έληγε η θητεία του, να τον πλησιάσει με την αίτησή του. Οι θέσεις του advocatus σίγουρα ανήκαν στα κατώτερα ‘οφφίκια’ στα οποία ο Δούκας και οι Σύμβουλοί του μπορούσαν να εκλέξουν και διορίσουν δικούς τους ανθρώπους.64
Στο Πενταμόδι στο μεταξύ θα μεγάλωσαν τα παιδιά του. Ο γιος του Ιωάννης, αν ταυτίζεται με τον Ιωάννη Σαχλίκη του 1377,65 είχε κλείσει ήδη το 1377 τα 15 του χρόνια, και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τη δική του ζωή. Αν ο Στέφανος και η Μαρούλα είχαν κόρη, μια Σαχλικοπούλα, θα ήταν και εκείνη ώριμη για γάμο. Η προικοδότηση της κόρης τους ή η χειραφέτηση του γιου τους, με μεγάλες συνέπειες για την οικονομική κατάσταση της οικογενείας, δεν ταίριαζαν στην εικόνα που ήθελε να δημιουργήσει ο αφηγητής Σαχλίκης για το πρόσωπό του. Ο ίδιος ο Σαχλίκης (ή καλύτερα η Τύχη του) έπρεπε να είναι υπεύθυνος για την πτώχευση. Έτσι και αλλιώς για τον αφηγητή Σαχλίκη η πραγματική αφορμή ήταν ασήμαντη. Γεγονός ήταν ότι στο τέλος της παραμονής στο χωριό διαπίστωσε πως από οικονομική άποψη δεν τον συνέφερε να μείνει και άλλο στο Πενταμόδι. Αν χρεοκόπησε ή όχι, δεν είχε σημασία, η προοπτική του αξιώματος στον Χάνδακα χάρη στην εύνοια του Δούκα ήταν για όλη την οικογένεια το κίνητρο να γυρίσουν ύστερα από δέκα χρόνια πίσω στον Χάνδακα.
Τελικά αναρωτιέται κανείς αν ο Σαχλίκης πράγματι πτώχευσε. Αμφιβάλλω αν ο Σαχλίκης θα πλησίαζε τον Δούκα και τους συμβούλους του με την παράκλησή του, χωρίς να έχει αποπληρώσει το χρέος του στο δημόσιο ή αν ο Δούκας μπορούσε να κάνει την πρόταση στο Μείζον Συμβούλιο να διορίσει τον Στέφανο Σαχλίκη ως δημόσιο δικηγόρο, μια θέση εμπιστοσύνης, ενώ ήταν γνωστό πως χρωστούσε σχεδόν 500 υπέρπυρα (van Gemert 1980, 94-97, αρ. 5.3). Ένας τέτοιος διορισμός θα δημιουργούσε προηγούμενο.
Ποιητική δραστηριότητα στο Πενταμόδι
Ο ποιητής Στέφανος Σαχλίκης δηλώνει ρητά πως η συλλογή Της φυλακής, που περιλαμβάνει τα ποιήματα Περί φίλων, Περί φυλακής, Περί φυλακατόρων και Περί προσωπικού φυλακάτορα, Το καταλόγι της Πόθας και ίσως και Η Βουλή των πολιτικών και Η γκιόστρα των πολιτικών έχουν γραφτεί ή συντεθεί κατά την περίοδο που βρισκόταν φυλακισμένος στον Χάνδακα. Αυτά τα πέντε ποιήματα, που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους και δείχουν διαφορετική μεταξύ τους τεχνοτροπία, στη σημερινή τους μορφή σίγουρα δεν έχουν δημιουργηθεί την ίδια περίοδο.
Τα Περί φίλων και Περί φυλακής έχουν πιο λογοτεχνικό χαρακτήρα και θεματική και απευθύνονται μάλλον σε αναγνωστικό κοινό. Και τα δύο βασίζονται σε γραπτές και προφορικές πηγές, χρησιμοποιούν λογοτεχνικούς τρόπους, όπως συγκρίσεις και εκτενείς παρομοιώσεις, και πιο λόγια γλώσσα. Και τα δύο προϋποθέτουν συνθήκες ηρεμίας και περισυλλογής που δεν προσφέρει η φυλακή.
Το Περί φυλακατόρων, τουλάχιστον οι στ. 76-125, θυμίζει από την αρχή φραστικά τις δύο μεταγενέστερες προσθήκες-περιφράσεις στην Αφήγηση παράξενο για τους χωρικούς (163-226) και τους δικηγόρους (326-85).66 Το δεύτερο μέρος (στ. 126-54) με τις παρομοιώσεις έχει πάλι περισσότερο τον λογοτεχνικό χαρακτήρα των προηγούμενων ποιημάτων.67
Το Το καταλόγι της Πόθας, η αρχική του μορφή, χωρίς το ομοιοκατάληκτο επιμύθιο, έχει συντεθεί ως εκδικητικό τραγούδι για τη γυναίκα που τον έριξε στη φυλακή. Είναι καθαρά προφορικό τραγούδι που το απόλαυσε ο κόσμος και μεταδόθηκε προφορικά και έγινε μεγάλο σουξέ ανάμεσα στη νεολαία του Χάνδακα.
Τα δύο τελευταία έργα, Η Βουλή των πολιτικών και Η γκιόστρα των πολιτικών, προορίζονται και αυτά για προφορική παρουσίαση, η εισαγωγή (στ. 1-75) ίσως λιγότερο, αλλά οι στίχοι 76 και εξής με τις διάφορες φωνές ζητούν τη ζωντανή προβολή μπροστά σε ένα μεγάλο αστικό κοινό, το ίδιο που απόλαυσε και το Καταλόγι. Η πληροφορία του Σαχλίκη πως τη Βουλή των πολιτικών τη διατυμπάνιζε ο ίδιος ακόμα και στο Ρέθυμνο και τα Χανιά (Βουλή, στ. 343-46), αποδεικνύει πως η σημερινή μορφή με την πολύστιχη ρίμα χρονολογείται σε μεταγενέστερη περίοδο ποιητικής δημιουργίας.
Αμφιβάλλω επομένως αν όλες αυτές οι ενότητες δημιουργήθηκαν κατά τους μήνες της φυλακής. Η ιδέα ίσως να του ήρθε και μια πρώτη μορφή, γραπτή ή προφορική, να τη συνέθεσε εκεί. Η οριστική τους μορφή χρονολογείται οπωσδήποτε στα μεταγενέστερα χρόνια. Δεν αποκλείεται η έντονη προφορικότητα της κοινωνίας του χωριού να επηρέασε την ανάπτυξη του αρχικού θέματος, τη γλώσσα και ίσως και τη μετρική μορφή ορισμένων ποιημάτων. Eνώ μέχρι τότε ως άνθρωπος της ιταλίζουσας ελίτ της πόλης είχε εξοικειωθεί με τα ιταλικά και τις ιταλικές μελωδίες, τα τραγούδια της εργασίας των χωρικών, οι χοροί, τα ομαδικά ή ατομικά αντρικά και γυναικεία τραγούδια και τα τραγούδια της τάβλας τού έδωσαν άφθονες αφορμές για πειραματισμούς με τον 15-σύλλαβο, την τοπική γλώσσα και την ομοιοκαταληξία.
Μου φαίνεται απίθανο, ύστερα από μια σύντομη περίοδο ποιητικής δραστηριότητας στη φυλακή, κατά τα επόμενα δέκα χρόνια να μην έγραψε ή συνέθεσε κανένα τραγούδι ή ποίημα. Ρητή δήλωση για άλλη δραστηριότητα από το κυνήγι κατά την περίοδο της αυτοεξορίας του στο Πενταμόδι λείπει. Ο αφηγητής Σαχλίκης υπογραμμίζει έμμεσα πως όχι μόνο από οικονομική και ανθρώπινη άποψη, αλλά και ποιητικά τα χρόνια στο Πενταμόδι ήταν στείρα. Η παρατηρητικότητα του αφηγητή στην περιγραφή των διασκεδάσεων των χωρικών, αρχικά στην ταβέρνα και αργότερα ο χορός και τα παλέματα στον ελεύθερο χώρο, στην πλατεία ή στην αυλή, φανερώνει πως ο Σαχλίκης στα δέκα χρόνια της παραμονής στο Πενταμόδι παρακολούθησε τα πέντε-έξι γλέντια της χρονιάς με μεγάλο ενδιαφέρον: πρόσεξε τη μορφή των τραγουδιών (ομαδικά έμμετρα που συνόδευαν τον χορό (στ. 184-85), ατομικές αυτοσχέδιες μετρικές ερωταποκρίσεις, όπου όλοι φωνάζοντας ανάκατα προσπαθούσαν να αποστομώσουν τον άλλο (στ. 192-94) και τη θεματική (οικογενειακές μάλλον υποθέσεις και πρόσφατες προστριβές μεταξύ τους και με τον έξω κόσμο, στ. 193-206).
Η αφήγηση αυτή, ακόμα και στη σημερινή της παραφθαρμένη μορφή, αποδεικνύει πως τις σκηνές τις αποδίδει ένας μάρτυρας με έμπειρο αυτί. Η ενότητα για τα φερσίματα των χωρικών (στ. 163-226), που θεωρούμε τώρα μεταγενέστερη προσθήκη στην Αφήγηση παράξενο, ίσως να είναι δείγμα της ποιητικής παραγωγής των χρόνων που πέρασε στο χωριό. Ως προς τη μορφή και τα περιεχόμενο έχει πολλές ομοιότητες με το Περί φυλακατόρων, στ. 76-125. Και εκεί βρίσκουμε τον ίδιο παρατηρητικό μάρτυρα, ο ίδιος όμως απουσιάζει. Έτσι φέρονται όλοι οι φύλακες, τέτοιες είναι οι ‘τάξεις’ τους. Ένα τέτοιο τραγούδι θα ταίριαζε να τραγουδιέται από τον ίδιο τον Σαχλίκη σαν δική του συμβολή στη γιορτινή ατμόσφαιρα ενός πανηγυριού. Το ομοιοκατάληκτο τραγούδι για τους χωρικούς και τις διακεδάσεις τους, εμπνευσμένο από τη δεκαετή παραμονή στο Πενταμόδι, προϋποθέτει ένα άλλο κοινό, εξοικειωμένο με τις ιταλικές ρίμες. Τέτοιο κοινό συγκεντρωνόταν κάθε χρόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στο Πενταμόδι, όταν οι άλλοι φεουδάρχες εγκαταλείποντας τη ζέστη και τη βρόμα του Χανδακα έβρισκαν καταφύγιο στη σχετική δροσιά του χωριού. Η γιορτή της Παναγίας θα ήταν ιδανική ευκαιρία για μια πρώτη δοκιμαστική εκτέλεση του τραγουδιού.
Για τον γυρισμό του Στέφανου Σαχλίκη στον Χάνδακα, τη σταδιοδρομία του ως δημόσιου δικηγόρου, τα τελευταία χρόνια της ζωής του και τον θάνατο του ίδιου και της γυναίκας του Μαρούλας, βλ. την τελευταία ενότητα, Η επιστροφή στον Χάνδακα και τα τελευταία χρόνια της ζωής του Στέφανου Σαχλίκη.
-
Η διόρθωση του Ξανθουδίδη ‘σπέρνω’, που έγινε δεκτός από τους νεότερους εκδότες, απομακρύνει μεν την ασυνήθιστη έκφραση ‘περνώ με το ζευγάρι, με τα δύο βόδια’, αλλά εισάγει την πληροφορία ότι τα δημητριακά τα σπέρνουν με τα βόδια, πράγμα αδιανόητο. Τα βόδια θα κατέστρεφαν το καλά οργωμένο και ισιωμένο χωράφι. Η σπορά γίνεται με το χέρι. Για το ρήμα ‘περνώ’ με τη σημασία ‘διαπερνώ’, τρυπώ > οργώνω’, πρβ. Κριαράς, Επιτομή, λ. ‘περνώ’, 2. ↩
-
Ο Φαλιέρος, λόγοι διδακτικοί αποδίδει τις μεσαιωνικές επιφυλάξεις ως προς τους σκύλους. Στις διάφορες λατινικές παραλλαγές των συμβουλών του Ψευδο-Βερνάρδου διακυμαίνεται η στάση απέναντί τους από σκυλιά φύλακές, σκυλάκια σπιτιού και κυνηγόσκυλα. Γενικό είναι το συμπερασμα πως τα κυνηγόσκυλα κοστίζουν περισσότερο απ᾽ όσο συμφέρουν. Μια-δύο γενιές αργότερα ο Φαλιέρος απορρίπτει για τους νέους τόσο το γεράκια όσο και τα κυνηγόσκυλα, αλλά εν ανάγκη διαλέγει τα σκυλιά, αλλά βέβαια με μέτρο. Βλ. Arnold van Gemert-Wim Bakker (επιμ.), Μαρίνος Φαλιέρος, Λόγοι διδακτικοί [Παλιότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας 6], Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2014, στ. 211-20, 82-85. ↩
-
Το χειρόγραφο επαναλαμβάνει στο στ. 142 τη λ. ‘ζευγάρια’. Οι εκδότες δέχονται τη διόρθωση του Ξανθουδίδη ‘ζαγάρια’, μια λέξη που φαινομενικά ταιριάζει περισσότερο ύστερα από το ‘σκὐλους’. Και έτσι όμως ο στίχος δε δίνει νόημα. Τι έκαμνε το χειμώνα; Αν εννοούσε ‘κυνηγούσε’, γιατί διάλεξε αυτή την εντελώς αδόκιμη έκφραση, που από πρώτη άποψη σημαίνει ‘εξέτρεφα κυνηγόσκυλα’. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον προηγούμενο στίχο: το δεύτερο ημιστίχιο ‘τα έκαμνα τα ζευγάρια’ με το εμφατικό ‘τα έκαμνα‘ και τον πληθυντικό αντί για ενικό. Η δόκιμη έκφραση για ‘οργώνω’ είναι ‘κάμνω το ζευγάριν’ και όχι ‘τα ζευγάρια’. ↩
-
Ελπίζω να γράψω αργότερα για τους πολύ συχνούς ανομοικατάληκτους ‘μονόστιχους’, που από την αρχή του ποιήματος χτυπούν το μάτι ή καλύτερα το αυτί του ακροατή ή αναγνώστη. Οι εκδότες διαφέρουν μεταξύ τους για τη στάση τους απέναντι στο φαινόμενο. Μετά τον Παπαδημητρίου 1896, που δέχεται παντού κενό, οι περισσότεροι είναι τώρα πιο επιφυλακτικοί και σχετικά συχνά ((Luciani) ή σχετικά σπάνια σημειώνουν κενό. Μια πιο αναλυτική μελέτη δείχνει πως συχνά οι μονόστιχοι είναι λειτουργικοί και αποτελούν συνειδητό στοιχείο της ποιητικής του Σαχλίκη. Σε άλλες περιπτώσεις οι μονόστιχοι διακόπτουν άτεχνα τη ροή του κειμένου. Καμιά φορά τέτοιοι στίχοι. όπως και εδώ, συνδέονται με τα προηγούμενα με το κούφιο εναντιωτικό ‘αμή’. ↩
-
Για τα στάδια γραφής, βλ. van Gemert-Μαυρομάτης 2017a και https://www.arnoldvangemert.com/σαχλικικά/138. ↩
-
Το δεύτερο ημιστίχιο του στ.161 με την προβληματική διατύπωσή του, (το χειρόγραφο παραδίδει και μετ᾽ εκείνοι ράπτες) διορθώνεται γραμματικά, αλλά η λειτουργία ραφτάδικων σε ένα αγροτικό χωριό παραξενεύει. ↩
-
Στο λεξικό του Κριαρα, τόμ. ΚΒ´, η λέξηισυνεπαρτός ερμηνεύεται ως εξής: που εγκαταστάθηκε ‘συφάμελος’, με όλη την οικογένεια και όλα τα υπάρχοντά του σε ξένο τόπο. ↩
-
Notai 11, c. 263v, van Gemert 1980, αρ. 7.1. ↩
-
Μέτρο χωρητικότητας για υγρά. Ο van Gemert 1980, αρ. 6.1 το υπολογίζει ως ισοδύναμο με ± 10 κιλά, ενώ ο Γάσπαρης 1977, 43 και Thiriet, Sénat, 228 δέχονται το διπλάσιο βάρος (± 20 κιλά). Ο Ε. Schilbach, Byzantinische Metrologie [Byzantinisches Handbuch im Rahmen der Altertumswisenschaft, Μέρος 4], Μόναχο 1970, 141-45, υπολογίζει, με βάση αντικρουόμενα δεδομένα, τη χωρητικότητα του μιστάτου κρασιού πριν από το 1394 ως 12,520 λίτρα. Για την ιδιαίτερη ποικιλία της Μαλβασίας το μίστατο θα μετρούσε την ίδια περίοδο 9,028 λίτρα. ↩
-
Τα βαρέλια με το καινούργιο κρασί τα άνοιγαν στις αρχές Νοεμβρίου, στη γιορτή του Αγίου Μαρτίνου (Σαν Μαρτή, 11 Νοεμβρίου) ή Αγίου Γεωργίου του Μεθυστή στις 3 του μηνός. ↩
-
Η ποσότητα δε διαφέρει πολύ από τα περίπου 38 μίστατα που λάμβαναν δύο χήρες ως μέρος της ετήσιας διατροφής τους στο τέλος του 15ου αιώνα. Βλ. Arnold Fr. van Gemert, Zuane Longo publicus notarius Candide et Rethymi. Κατάστιχο 131 1479-1511/12. Τόμος Α´, Ρέθυμνο 1487, Χάνδακας 1479-1511/12. [Βενετικές πηγές της κρητικής ιστορίας 12], Βικελαία Δημοτική Βιβιοθήκη, Ηράκλειο 2017, 61-62. ↩
-
Notai 1, c. 128r. ↩
-
Notai 1, c. 131r. ↩
-
Notai 1, c. 131v. ↩
-
Ο Σαχλίκης διαδέχτηκε ως ενοικιαστής τους Νικόλαο de Molino και Νικόλαο Marzangulo, οι οποίοι πλήρωναν ως ενοίκιο 80 υπέρπυρα το χρόνο, βλ. Ζαχαρίας Τσιρπανλής, Το κληροδότημα του καρδιναλίου Βησσαρίωνος για τους φιλενωτικούς της βενετοκρατούμενης Κρήτης (1439-17ος αι.), Θεσσαλονίκη 1967, Παράρτημα, Έγγραφα Δ´, 240-42. ↩
-
Η απόφαση να αποκτήσει με μακροχρόνιο ενοίκιο το Απάνω Μίχου προδίδει την προνοητικότητα του Στέφανου. Πρέπει να συνειδητοποίησε πως τα έσοδα από ούτε μισή καβαλαρία δε θα έφταναν για να ζήσει μια οικογένεια και να κάνει και τις απαραίτητες για τη μέλλοντική επιστροφή στον Χάνδακα οικονομίες (βλ. για αυτά Γάσπαρης 1997, 206-08). ↩
-
Notai 13, c. 129v. ↩
-
Βλ. Sally McKee, «Domestic Slavery in Renaissance Italy», in: Slavery and Abolition 29, 2008, 305–26, ειδ. 319-20, όπου υποστηριζει πως οι σκλάβοι χρησιμοποιούνταν κυρίως στην αστική κοινωνία σε νοικοκυριά και σε πολλές βιοτεχνίες. Ο Fr. Thiriet, «La condition paysanne et les problèmes de l’exploitation rurale en Romanie gréco-vénitienne», Studi Veneziani IX (1967), 35–69 (= Études sur la Romanie gréco-vénitienne (Xe–XVe siècles), Variorum Reprints, Λονδίνο 1977, αρ. ΧΙΙΙ, 62-64, απεναντίας υποστήριζε πως το εμπόριο και η αγορα σκλάβων αποσκοπούσε στο να καλύψει την έλλειψη εργατικών χεριών στην ύπαιθρο ως συνέπεια των φυσικών καταστροφών και επαναστατικών κινήσεων (1342-44, 1348-49, 1356, 1363-65). ↩
-
Το γεγονός ότι καταφεύγει πάλι, όπως στα χρόνια μετά τον Μαύρο Θάνατο, σε συγγενείς ως δανειοδότες αποτελεί ένδειξη της δύσκολης οικονομικής του κατάστασης. ↩
-
Η ελιά ήταν σχετικά σπάνια στην Κρήτη, βλ. Allaire Stallsmith, «One Colony, Two Mother Cities: Cretan Agriculture under Venetian and Ottoman Rule», 2007, Hesperia. Supplement 40:151-171), 153. Η κυριότερη πηγή είναι ο Γάσπαρης 1996, «Η Ελιά και το Λάδι: Παραγωγή και εμπόριο στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ο και 14ο αι.», στο: Σπ. Παπαδόπουλος, Ελιά και Λάδι, Αθήνα 1996, 151-58, ειδ. 156-57. Περιορισμοί στο εμπόριο, απαγόρευση της εξαγωγής, υψηλές οι τιμές. [^εσοδιάζεις]: ΒΛ. Γάσπαρης 1997, 201-08 και Πίνακας 13 κ.ε. Εισοδήματα φέουδων. Τα ποσά που παραθέτει για το 1374 ανέρχονται χονδρικά σε 1200 υπ. το χρόνο για ολόκληρη την καβαλαρία Καστρί. Τηρουμένων των αναλογιών για τις δυόμισι σερβενταρίες ο Σαχλίκης θα μπορούσε να υπολογίσει σε ± 450-500 υπ. τον χρόνο συν τα έσοδα από το Επάνω Μίχου και τους μύλους. Το μεγαλύτερο μέρος απ᾽ αυτά θα ήταν σε είδος (κρασί, σιτάρι, ζώα, κανίσκια και δοσίματα). Άγνωστο είναι το κέρδος του ίδιου του Σαχλίκη από την προσωπική γεωργική εκμετάλλευση της γης. Ήταν έτσι και αλλιώς σπάνιο φαινόμενο ο ίδιος ο φεουδάρχης-ιδιοκτήτης να έκαμνε όλες τις αγροτικές εργασίας. ↩
-
Notai 12, c. 40v, 4 Απριλίου 1380, Notai 12, c. 80v., 8 Μαΐου 1381 και Notai 12, c. 152v., 28 Νοεμβρίου 1382. ↩
-
Στις 3 Απριλίου 1368 (Notai 11, f. 132r) ο Ιωάννης de Messina εξουσιοδοτεί τον Στέφανο για να συμβιβαστεί στο Ρέθυμνο με τους χρεοφειλέτες του· στις 6 Ιουλίου του ίδιου χρόνου ο παπάς Δαβίδ Λαμνονίτης από το Μεγαχωριό Ιεράπετρας τον εξουσιοδοτεί για να προστατέψει το συμφέροντά του. Στις 21 Μαΐου 1370 ο Στέφανος Σαχλίκης παρουσιάζεται ως advocatus scriptus pro ea in curia, ως δικηγόρος αναγνωρισμένος γι᾽ αυτή την υπόθεση, και υπερασπίζεται με επιτυχία τον Εμμανουήλ Παυλόπουλο (Santschi 1976, S 200, Duca di Candia 26, c. 151v-152r). Τρεις εβδομάδες αργότερα οι ευγενείς κύριοι Στέφανος Σαχλίκης και Άγγελος Bardicio του ποτέ Μιχαήλ εξουσιοδοτούνται από τον Ανδρέα Barbadico του ποτε κυρ-Νικολάου. ↩
-
Για τον αριθμό των θυμάτων με βάση τις σωζόμενες διαθήκες, βλ. το άρθρο μου: «Ο Μαύρος Θάνατος στον Χάνδακα», στο: https://arnoldvangemert.com/σαχλικικά/156. ↩
-
Για την ενδιαφέρουσα γυναίκα του Ούρσουλα, που αλλαξοπίστησε και από εβραία είχε γίνει χριστιανή, βλ. Santschi 1976, S90. 94, 158, M1346, 1381 και τη μελέτη της Rena Lauer, «Jewish Women in Venetian Candia: Negotiating Intercommunal Contact in a Premodern Colonial City, 1300-1500», στο: John Tolan-Stéphane Boissellier (εκδ.),Religious Cohabitation in European Towns (10th-15th Centuries), Turnhout: Brepols, 2015, 293-309, ιδ. 300-03. ↩ ↩
-
O Sergei Karpov (S.P. Karpov, «Trade and Crime in Venetian Crete (according to an unknown document of 1382)», στο: Χριστίνα Αγγελίδη (επιμ.), Πρακτικά του Α´ Διεθνούς Συμποσίου: ‘Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο: Τομές και συνέχειες στην ελληνιστκή και ρωμαϊκή παράδοση’, Αθήνα 15-17 Σεπτεμβρίου 1988, ΙΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1989, 311-23) τον ταυτίζει με τον Μιχάλη Βούλγαρο, που τον Αύγουστο του 1382 επιβιβάστηκε στη Χίο σε ένα πλοίο με προορισμό τον Χάνδακα και έγινε συνεργός σε κατάληψη πλοίου, δολοφονίες και ληστεία. Άλλα επιχειρήματα εκτός από τη συνωνυμία και το ότι ήξερε ελληνικά δε δίνει. Η σκέτη συνωνυμία δε μου φαίνεται πειστική. Το βαφτιστικό ‘Μιχαήλ’ είναι πολύ συνηθισμένο (το ευρετήριο της Santschi 1976 αριθμεί πολλές δεκάδες πρόσωπα με μια μορφή του ονόματος), ειδικά ίσως στους Βουλγάρους. Το 1380 μαρτυρείται και άλλο πρόσωπο με το ίδιο όνομα (Santschi 1976, Μ 988, Michael Bulgarus, κάτοικος Αγίου Σύλλα Τεμένους). Ο μυλωνάς του Σαχλίκη, μέχρι πρόσφατα σκλάβος στα Σταυράκια της επαρχίας Μαλεβιζίου μέχρι το καλοκαίρι που τον προσέλαβε ο Σαχλίκης, από τον Ιούλιο του 1380 έμεινε για τουλάχιστον έναν χρόνο στο Πενταμόδι. Δε μου φαίνεται πιθανό ένας άνθρωπος που εγκλιματίστηκε στην ενδοχώρα της Κρήτης, να βρέθηκε έναν χρόνο αργότερα εμπορευόμενος ή ταξιδεύοντας στη Χίο. Ίσως ο Μιχάλης να έμεινε μυλωνάς ως το 1389, οπότε ο Στέφανος προσέλαβε άλλο μυλωνά για το Πενταμόδι, τον Νικόλα de Canali (Notai 24, c. 40gv). ↩
-
Libro de informattion delle cosse publiche del Regno de Candia et issole de Cerigho, Zante, Zeffalonia et Corfu. Ανέκδοτο. Τα κυριότερα στοιχεία του έχουν εκδοθεί σε περίληψη και μερική μετάφραση στο: Αγαθ. Ξηρουχάκης, Η βενετοκρατουμένη Ανατολή. Κρήτη και Επτάνησος, Αθήνα 1934. Για τα τρία χειρόγραφα, βλ. Χρ. Μαλτέζου, «Νέο άγνωστο χειρόγραφο της Περοιγραφής της Κρήτης του Πέτρου Καστροφύλακα (1583) και το πρόβλημα της κριτικής εκδόσεώς της» στο: Πεπραγμένα του Γ´ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τόμ. Β´ Αθήνα 1974, 176-83. Βλ. και Στ. Γ. Σπανάκης, «Στατιστικές ειδήσεις περί Κρήτης του τέλους του 16ου αιώνα», Κρητικά Χρονικά 18, 321-34 ↩
-
Την καλύτερη περιγραφή του κρητικού χωριού και την κοινωνική του σύνθεση παρέχει ο Γάσπαρης 1997, 55-81. ↩
-
Ως βιλλάνοι του Σαχλίκη μαρτυρούνται μέλη των οικογενειών Μακρή, Χανδρά και Πελεκανόπουλου. ↩
-
Βλ. και τους αριθμούς της οθωμανικής απογραφής του 1671 στον: Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις Τούρκικων Ιστορικών Εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τόμ. Β´ (1672-1694), Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ηράκλειο 1986, σ. 121. Δε συμπεριλαμβάνονται σ᾽ αυτούς τους αριθμούς οι ηλικιωμένοι (‘γέροντες’), ανάπηροι και κληρικοί. ↩
-
Robert Pashley esq., Travels in Crete, τόμ. 1-2, Λονδίνο 1837 (ανατύπωση Άμστερνταμ 1970). Βλ. τόμ. 2, 318. Τα στοιχεία που παραθέτει βασίζονται σε οθωμανική πηγή του 1834. Ο Pashley υπολογίζει πως κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης ο πληθυσμός της Κρήτης μειώθηκε κατά 50% (Pashley ΙΙ, 325). ↩
-
Νικόλαος Σταυράκης, Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης μετά διαφόρων γεωγραφικών, ιστορικών, αρχαιολογικών, εκκλησιαστικών κτλ. ειδήσεων περί της νήσου, Αθήνα 1890, σ. 256. ↩
-
Για αυτά και άλλα προβλήματα της ερμηνείας των απογραφών βλ. Χρ.Γ. Πατρινέλης, «Κατανομή ελληνικών πληθυσμών σε φύλα και σε ομάδες ηλικιών (τέλη 16ου- αρχές 19ου αιώνα)», Επετηρις Μεσαιωνικού Αρχείου, 369-407. ↩
-
Οι δύο σημερινές εκκλησίες του χωριού είναι σχετικά πρόσφατες, ο άγιος Νικόλαος, ανεβαινοντας προς το κυρίως χωριό, χτίστηκε το 1951 και η Παναγία, Κοίμησις της Θεοτόκου στο κέντρο του χωριού, είναι κτίσμα του 19ου αιώνα. Βόρεια από το Πενταμόδι βρίσκεται το παλιό εξωκλήσι της αγίας Παρασκευής. Ο Σαχλίκης πρέπει να εννοεί όμως όχι την αγία Παρασκευή, αλλά την εκκλησία του αγίου Γεωργίου. Η Μαρίνα, χήρα του Νικολάου Zancaruolo, αφήνει το 1331 στη διαθήκη της (McKee, Wills, 415) πέντε υπέρπυρα για εργασίες, pro laborerio, στην εκκλησία αυτή. Η θέση της θα μπορούσε να είναι κοντά στο σημείο του σημερινού ναού της Παναγίας, που κτίστηκε στα χρόνια 1830-1850 σε χώρο, όπου προϋπήρχε νεκροταφείο (https://www.e-storieskritis.gr/2018/09/blog-post_26.html). ↩
-
Ο παπάς και ο ταβερνιάρης αναφέρονται μόνο στην προσθήκη των στίχων 227-39. Για τις ταβέρνες, βλ. Χ. Γάσπαρης, «Ταβέρνες και οιναποθήκες στη μεσαιωνική Κρήτη. Χώροι εμπορίου και διασκέδασης», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 13 (2019), 69-102. Πραγματεύεται κυρίως τις ταβέρνες και οιναποθήκες (canipa) στις πόλεις και τα κάστρα. Ακόμα και μικρά χωριά, όπως το Πενταμόδι και το Μουρνοχώρι (Longo 2017, 298), είχαν ταβέρνα, ίσως αποκλειστικά για τους ντόπιους κατοίκους. Η ταβέρνα στο Μουρνοχώρι π.χ. δεν είχε την άδεια να πουλήσει κρασί σε κατοίκους του διπλανού χωριού Παραχώρι. ↩
-
Οι τοποθεσίες Λακκώματα και Αστύρακας, όπου ο πατέρας του Στέφανου Ιωάννης έδωσε εντολή σε τρεις γονικάρηδες, τα αδέρφια Ιωάννη και Μιχαήλ Πάγκαλου και Νικόλαο Καβαλάριο, να ξεχερσώσουν τα αγροτεμάχια και να φυτέψουν εκεί αμπέλια, βρίσκονται κοντα στη θέση ‘του Σαχλίκη’ και σχετικά μακριά από το κέντρο του σημερινού χωριού. Βλ. Notai 100, c. 228r και 232r. ↩
-
Για τους μύλους και τα νερά, βλ. Γάσπαρης 1997, 97-110. Οι μύλοι του Σαχλίκη στο Πενταμόδι, και μάλλον και στο Απάνω Μίχου ήταν νερόμυλοι. Στη νοταριακή πράξη της 8 Φεβρουαρίου. 1390, με την οποία τροποποιείται προηγούμενη πράξη (βλ. van Gemert 1980, αρ. 7.4 και σχόλια) τoυ Στέφανου με τον μυλωνά Νικόλα de Canali, ο Σαχλίκης διευκρινίζει πως έχει νοικιάσει τον μύλο του positum in loco tuo de Pendamodi cum aqua sua consueta, με τα συνηθισμένα νερά του. Πρόκειται για τα νερά του κοντινού ποταμού Γαζανού; Ο Γαζανός και άλλα ποτάμια και ρυάκια είχαν εκείνα τα χρόνια περισσότερα νερά από όσα τώρα. Δεν κατόρθωσα να βρώ αν η εποχή των μικρών παγετώνων επηρέασε και στην Κρήτη το κλίμα, και εάν ναί, από πότε. ↩
-
Joseph Pitton de Tournefort, Relation d’un voyage du Levant: fait par ordre du roy contenant l’histoire ancienne & moderne de plusieurs isles de l’Archipel, de Constantinople ___ enrichie de descriptions & figures d’un grand nombre de plantes rares, de divers animaux: et plusieurs observations touchant l’histoire naturelle, (2η έκδ.), τόμος Ι, Lyon 1727, 21–168. Ο Tournefort ομολογεί πως δε συμμερίζεται την αδράνεια των Οθωμάνών. Ο ίδιος και οι σύντροφοί του ενδιαφέρονται μόνο για τα φυτά, τις αρχαιότητες και το εμπόριο (σ. 21-22). Μόλις έφτασε στις 3 Μαΐου 1700 στα Χανιά ο βοτανολόγος του βασιλιά της Γαλλίας σημειώνει για τους κήπους και τα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα (σ. 27): οι κήποι είναι χωρίς σύστημα, χωρίς συμμετρία, χωρίς περιποίηση· στα περιβόλια βλέπει κανείς μόνο τους κοινούς καρπούς, και αυτούς κακής ποιότητας. ↩
-
Ο Άγγλος περιηγητής Pashley ενδιαφέρεται κυρίως για τα αρχαία κατάλοιπα και την ταύτιση των αρχαίων 100 πόλεων της Κρήτης με σημερινά χωριά και τοποθεσίες. Χάρη στην γνώση της γλώσσας είναι πρώτης τάξεως μάρτυρας λαογραφικών κειμένων και παραδόσεων και γλωσσικών φαινομένων. Βλ. π.χ. τις μαντινάδες και άλλα τραγούδια που έχει συλλέξει στο βιβλίο του και τις παρατηρήσεις για το ρόλο της γυναίκας ως φορέα της παράδοσης και διατήρησης της γνήσιας λαϊκής γλώσσας. Έχει προσέξει στους Σφακιώτες τη συχνή μεταβολή του ‘λ’ σε ‘ρ’, ακόμα και ανάμεσα σε φωνήεντα (άρρος αντί για άλλος) (τόμ. 2, σ. 192 και αλλού). ↩
-
Βλ. Michael Herzfeld, The Poetics of Manhood. Contest and Identity in a Cretan Mountain Village, Princeton University Press, Princeton 1985. ↩
-
Βλ. Arnold van Gemert- Wim Bakker (επιμ.), Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν, [Παλιότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας 6], Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2014, 82-83 και τα σχόλια, 83-88. Ο Φαλιέρος αφιερώνει μία παράγραφο στην επιθυμητή επιφυλακτική στάση του άρχοντα-φεουδάρχη απέναντι στους χωριάτες (στ. 221-28). ↩
-
Ο Στέφανος ίσως να μην είχε δικά του κοπάδια που τα εκμίσθωνε σε βοσκούς. Παρόλο που απαντούν το μαλλί και γαλακτοκομικά προϊόντα στην παραγωγή του χωριού, ο ίδιος ως προς τα έσοδά του περιορίζεται στην εντριτεία και τους μύλους (στ. 143) και δε συνυπολογίζει και τη δεκατεία από τα κοπάδια και τους βοσκότοπους (Γάσπαρης 1997, 185-86). ↩
-
Επειδή η Βενετία δεν ενθάρρυνε την ελαιοπαραγωγή και δεν επέτρεπε στους φεουδάχρες να εμπορεύονται το λάδι και σπάνια έδιναν άδεια για την εξαγωγή λαδιού, το λάδι προοριζόταν αποκλειστικά για την τοπική αγορά και υπήρχε περιορισμένη μόνο ζήτηση (βλ. Allaire B. Stallsmith, «One Colony, Two Mother Cities: Cretan Agriculture under Venetian and Οttoman Rule», Hesperia, Κεφ. 8, Supplement 40 (2007), 151-171/147–167, ειδ. 153). Στα χωριά, που επιδίωκαν αυτάρκεια, τα μεμονωμένα ελαιόδεντρα, ακόμα και μέσα στα αμπέλια ή στα χωράφια, επαρκούσαν. Για τις ανάγκες μιας οικογένειας δυο-τρία δέντρα έφταναν. Ο Pashley 1837 τόμος Ι, 121 κ.ε. σημειώνει, πληροφορημένος από κάποιον ελαιοπαραγωγό, πως ένα δέντρο έβγαζε πέντε οκάδες λάδι (± έξι κιλά). Και ο Thiriet, Romanie, 319–20 υποθέτει πως η ελαιοπαραγωγή έφτανε βασικά μόνο για τοπική κατανάλωση. ↩
-
Διαφωτιστικά απ᾽ αυτή την άποψη είναι τα έγγραφα κατανομής φεούδων του 14ου αιώνα (Γάσπαρης 1997, 299-372). Δίπλα στις εκατοντάδες μνείες αμπελιών και δεκάδες κήπων και περιβολιών, οι ελιές απαντούν ελάχιστες φορές, σχεδόν πάντα μεμονωμένες ένα ή δύο δέντρα μαζί (αρ. 11.2, σ. 343, αρ. 13.2, σ. 348· εξαίρεση αποτελεί το συμβόλαιο 18 της 29 Οκτωβρίου 1355 στο Γάσπαρης 1997, 391-92). Μόνο μία φορά (αρ. 13.2, σ. 49) στο τέλος των καλλιεργήσιμων ακινήτων του χωριού Σκαλάνι μνημονεύεται ο σώχωρος του χωριού και όλα τα ελαιόδεντρα (e tuti li oliveri). ↩
-
Πρβ. και τέσσερα έγγραφα που καταγράφουν τις κατανομές αδιαίρετων ακίνητων περιουσιών του συμβολαιογραφόυ Ιωάννη Longo (van Gemert 2017, C15, C18, C20 και C21). Μόνο μία φορά (C15, γρ. 46) μνημονεύεται ένα περιβόλι με ελαιόδεντρα (tuto lo zardin dele olivere). ↩
-
Τα δύο συμβόλαια αγοράς ελαιόλαδου από τον Στέφανο Σαχλίκη του 1373 (βλ. παραπάνω) αποδεικνύουν πως ορισμένα χρόνια υπήρχε τέτοια έλλειψη που γινόταν ακόμα και εισαγωγή λαδιού. ↩
-
Σε δύο στίχους ο αφηγητής μνημονεύει και τα αγρίμια, μία φορά μάλιστα (στ. 132) ως στόχος του κυνηγιού του. Ο στίχος όμως είναι ανομοιοκατάληκτη και όπως πολλοί άλλοι μεταγενέστερη προσθήκη. Για το κυνήγι στην Κρήτη, βλ. Β.Δ. Σιακωτός, «Κυηγετική δραστηριότητα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη», Θησαυρίσματα 36 (2006), 167-96. Για τη δυσκολία του κυνηγιού του αγριμιού, που ήθελε πολλούς βοηθούς που με τις φωνές τους το ξεσήκωναν από τους κρυψώνες του ψηλά στα βουνά και τα έδιωχναν προς τον κάμπο, βλ. στ. 195 και Σιακωτός, 168-69. ↩
-
Η αρχική Αφήγησις παράξενος γράφτηκε για ένα αναγνωστικό κοινό (στ. 23-26 (Λοιπόν όποιος ορέγεται να μάθει δια την Μοίραν | το πώς παίζει τον άτυχον ωσάν παιγνιώτης λύραν, ας έλθει να αναγνώσει εδώ τούτο το καταλόγιν | το εκάτσα κι εστιχόπλεξα και μοιάζει μοιρολογιν). Σε αντίθεση με την αρχική πρόθεση, η παρεμβολή για τις ‘τάξεις και διατάξεις’ των χωρικών και των δικηγόρων, που τις πρόσθεσε εκ των υστέρων ο συντάκτης, μάλλον ο ίδιος ο Σαχλίκης, θεωρούνταν ακόμα τραγούδι, (στ. 388, καταλόγι) που απευθυνόταν όμως σε κοινό ακροατών (στ. 386-87) Ακούσατε των χωριατών την διάταξιν και τάξιν | και των αβουγαδούρων μας και αυτών των αβουκάτων). ↩
-
Η άλλη κατηγορία που ακούγεται για τους χωρικούς, Μαλεβιζιώτες, Σφακιώτες κλπ. είναι πως είναι μαχαιροβγάλτες (βλ. και τους στ. 210 κ.ε.). Και μια λέξη σαν ᾽σφάκτης’ θα ταίριαζε μετρικά. Η εικασία ‘κλέπτες’ επιβεβαιώνεται έμμεσα από τον Φαλιέρο, Λόγ. 223-24. ↩
-
Για τον βασικό ρόλο του γλεντιού στη ζωή του χωριού, βλ. Herzfeld, Manhood, XVII. ↩
-
Η Aspasia Papadaki (Cerimonie religiose e laiche nell’ isola di Creta durante il dominio veneziano, μετάφραση Γιώργος Πηλίδης, Fondazione Centro Italiano di studi sull’ alto medioevo, Spoleto 2005, 77-97) περιγράφει τις διάφορες συνήθειες τις οποίες τηρούσαν οι κάτοικοι του Χανδακα κατά την περίοδο της Αποκριάς. ↩
-
Papadaki, Cerimonie religiose, 51-117. ↩
-
Βλ. και «Αφήγησις παράξενος. Τα διάφορα στάδια γραφής», στο: https://arnoldvangemert.com/138). ↩
-
Πρβ. και στ. 228-29: Πίνει ο χωριάτης τα κρασιά τα δυνατά, και ακράτα, | και έχει το δια καμάριν του της μεθυσιάς την στράταν. ↩
-
Ακόμα και το ποτό, όπως άλλωστε και το τραγούδι, η ετοιμότητα λόγου και ο χορός, είναι για τους κατοίκους των Ζωνιανών ‘agonistic display’ (Herzfeld 1985, 25 και αλλού), αγώνας για να επιδείξει/αποδείξει κανείς την ανώτερότητά του. ↩
-
Πρβ. τις αναφορές των χωριανών των Ζωνιανών στο Herzfeld 1985 στη στάση τους κατά την τούρκικη περίοδο. Για τη συμπεριφορά απέναντι στο ελληνικό δημόσιο, βλ. Herzfeld 1985. 19 κ.ε. (εχθρική στάση απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας έξω από την οικογένειά τους και την τοπική κοινότητα). ↩
-
Για τα πρόστιμα που προβλέπονταν, βλ. Γἀσπαρης 1997, 118-19. 57: Ίσως να περιλάμβανε και κάποια μορφή αγωνίσματος με τόξο ή όπως αυτό για το πάλιο, που καθιερώθηκε μετά την καταστολή της Αποστασίας του Αγίου Τίτου. Ο Pashley 1837, τόμ. Ι, 242 κ.ε. περιγράφει μια πολύ λιγότερο βίαιη μορφή αγωνισμάτων που παρακολουθούσε το 1834 σε οικογενειακό περιβάλλον. ↩
-
Για τη βιαιότητα της κρητικής κοινωνίας, ειδικά στην ύπαιθρο, βλ. τις εκθέσεις των δημόσιων γιατρών στο Santschi 1976, Μ 78 κ.ε. Βλ. και παραπάνω στην ενότητα για την πορνεία και τη βία με θύματα γυναίκες. ↩
-
Η σκηνή θυμίζει τον χαρακτηρισμό του γνήσιου Κρητικού στο Herzfeld, Manhood, 124): One who is in the Glendiot phrase “good at being a man” (kala ‘ndras) must know how to wield a knife; dance the acrobatic steps of the leader (brostaris) of the line, respond in elegant, assonant verse to a singer’s mockery; eat meat conspicuously whenever he gets the chance; keep his word but get some profit from it at the same time; and stand up to anyone who dares to insult him. He must protect his family … and keep his household at the level that befits a “master of the house” (nikokiris). ↩
-
Ακόμα και με τη μοναδική του λεία, τον λαγό, ειρωνεύεται ο αφηγητής το πρόσωπο του Σαχλίκη. Δεν κυνηγούσε τα μεγάλα και δύσπιαστα ζώα, όπως το αγρίμι (κρι-κρί), το ελάφι, αλλά λαγούς , που έπιαναν οι χωρικοί με τα βρόχια. Πρβ. και Φαλιέρος, Λόγ., τον λαγό τον πιάσει, να σου χώσει. ↩
-
Τα μόνα χρέη που ξέρουμε για αυτή την περίοδο αφορούν το δάνειο των 110 υπέρπυρων που έλαβε ο Στέφανος, με εγγυητή τον γείτονά του Μάρκο Dellebelledonne, από την εβραία Αναστασού, χήρα του μαστρο-Αβράαμ, στις 14 Δεκεμβρίου 1377, και που άργησε να το ξεχρεώσει. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1380 το ποσό είχε ανεβεί σε 145 υπέρπυρα. Δεσμεύτηκε να το ξεχρεώσει μέσα σε ένα χρόνο (Notai 12, c. 54v). ↩
-
Μένει αδιευκρίνιστο από πότε χρονολογείται αυτή η φιλική σχέση. Ίσως κιόλας από την περίοδο αμέσως μετά την Αποστασία του Αγίου Τίτου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Στέφανος καταδικάστηκε από την επαναστατική κυβέρνηση για την προσπάθειά του να υπερασπιστεί άλλον ή άλλους. Ελκυστική (αλλά σε αντίθεση με τον τρόπο που ο αφηγητής Σαχλίκης παρουσιάζει το πρόσωπό του) είναι η ιδέα να ανανέωσε τις προσωπικές τους επαφές, όταν ο Στέφανος πήγε το 1382 να αποπληρώσει το χρέος του στο δημόσιο. Μου φαίνεται απίθανο ο Δούκας Κρήτης να μπορέσει να χαρίσει ένα αξίωμα σε κάποιον που χρωστά εκατοντάδες υπέρπυρα στο βενετικό δημόσιο. ↩
-
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη σταδιοδρομία του Πέτρου Mocenigo στον ελληνικό χώρο από το 1365: υπηρέτησε ως ένας από τους πέντε ειδικούς provveditori της Κρήτης για την καταστολή της επανάστασης του Αγίου Τίτου και την ειρήνευση του νησιού (Thiriet Assemblées IΙ, 771 κ.ε., 12.02.1365), αμέσως μετά ως Δούκας Κρήτης 1366-1369, το 1374 (Thiriet, Sénat I, 541 κ.ε.) ως καπετάνιος του Αιγαίου (Capitaneus Gulphi), το 1380 ως ένας από τους Ρέκτορες Τενέδου (Thiriet, Sénat I, αρ. 600) και από το 1381 για δεύτερη φορά ως Δούκας Κρήτης. ↩
-
Η θέση του δημόσιου αβουκάτου για όλα τα δικαστήρια/’advocatus per omnes curias’ ανήκε στα κατώτερα οφίκια, δημόσια αξιώματα, που οι αρχές του Χάνδακα είχαν το δικαίωμα να χαρίσουν σε άξιους ντόπιους κατοίκους. Η Βενετία προσπαθούσε όλο και περισσότερο να περιορίσει το δικαίωμα αυτό. Από το 1381 η εκλογή έπρεπε να εγκριθεί από τα 2/3 των μελών του Μείζονος Συμβουλίου. ↩
-
Βλ. την ενότητα ‘Η οικογένεια Σαχλίκη’ στο: https://arnoldvangemert.com/σαχλικικά/149/ ↩
-
Βλ. ειδικά τον πρώτο στίχο (στ. 76, Τούτην την τάξιν έχουσιν όλοι οι φυλακατόροι) που θυμίζει τον τρόπο που χαρακτηρίζονται οι χωρικοί (στ. 163, 226). ↩
-
Η προσφώνηση στους άρχοντες στον μεταβατικό στίχο 126 είναι σπάνια! Στα άλλα ποιήματα της φυλακής, ανεξάρτητα αν είναι για ακρόαση ή ανάγνωση, δε βρίσκεται προσφώνηση σε ομάδα αρχόντων αναγνωστών ή ακροατών. Είναι δείγμα μεταγενέστερης επεξεργασίας; Στο Καταλόγι της Πόθας ο ίδιος ο αφηγητής προσφωνεί τους ακροατές του ως ‘Μικροί, μεγάλοι’ (στ. 1) και ‘Συντρόφοι, φίλοι και αδελφόί’ (στ. 85). Έτσι και αλλιώς το Καταλόγι διακρίνεται για την πολύπλοκη δομή των καυχησιών και ερωταποκρίσεων του κυριότερου μέρους του τραγουδιού. ↩